Ο Κώστας Τασιόπουλος, ερασιτέχνης ψαράς και συνταξιούχος αγρότης, είναι ο 80χρονος ήρωας της Καρδίτσας.

Με μια αυτοσχέδια βάρκα, την οποία χρησιμοποιούσε για να ψαρεύει στα ποτάμια της περιοχής και την είχε δεμένη στο σπίτι του, την ώρα που ερχόταν το ορμητικό νερό, μπήκε μέσα σε αυτήν και περίμενε κάτω από ένα υπόστεγο να σταματήσει η καταρρακτώδης βροχή. Όταν ξημέρωσε, ξεκίνησε για το χωριό Μεταμόρφωση, όπου κατάφερε να διασώσει 15 άτομα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος άνθρωπος, το 1994, τριάντα χρόνια νεότερος, όταν είχε πλημμυρίσει και τότε το ίδιο χωριό, πάλι με τη βάρκα του είχε απεγκλωβίσει κατοίκους της Μεταμόρφωσης βγάζοντάς τους σε ασφαλές σημείο.

Ο Κώστας Τασιόπουλος μιλάει αποκλειστικά στην «ΟΝ time» και τη Σάσα Σταμάτη για όλες εκείνες τις δύσκολες στιγμές που βίωσε την ώρα της καταστροφικής πλημμύρας, αλλά και της εφιαλτικής επόμενης μέρας. 

«Ό,τι μπόρεσα, έκανα»

«Ήμουν στο σπίτι την ώρα που ερχόταν το πολύ νερό. Άρχισε να μπαίνει στο σπίτι μου μέσα και από εκεί και πέρα κατέβηκα τα σκαλοπατάκια και πήγα να πάρω τη βάρκα. Την ώρα που πήγαινα να την πάρω, με πήρε το νερό κι έφτασε πάνω από το γόνατο - είχε μεγάλη ορμή. Πήγα προς τη βάρκα, έβγαλα τις σαγιονάρες μου και αντί να τις πετάξω στη βάρκα, τις πέταξα μέσα στο νερό. Μπήκα στη βάρκα κι εκείνη την ώρα άρχισε μια καταρρακτώδης βροχή. Έκατσα σε ένα υπόστεγο μέχρι τις 6.00 το πρωί. Μόλις κάλμαρε η βροχή, βγήκα με τη βάρκα έξω. Πήγα προς το δρόμο, όπου το νερό είχε φτάσει στα δύο μέτρα. Πιάστηκα από ένα κλαρί και κοιτούσα το νερό που όλο ανέβαινε και μέσα σε δέκα λεπτά ανέβηκε τριάντα πόντους. Τη στιγμή εκείνη που το νερό πήγαινε προς τα σπίτια, άκουσα μια φωνή από ένα ανδρόγυνο πάνω σε τρακτέρ. Εκείνη την ώρα πλησίασα τη βάρκα κοντά στο τρακτέρ. Το νερό ήταν μέχρι το στόμα τους. Προσπάθησα να τους βοηθήσω να βγουν. Έδεσα τη βάρκα μου στο τρακτέρ και προσπάθησα να τους βάλω μέσα. Όντως, τους έβαλα στη βάρκα. Ξεκίνησα να τους πάω στο κοινοτικό γραφείο, προχώρησα 300 μέτρα και μετά βρήκα άλλα πέντε άτομα. Είχαν μια πιο μικρή βάρκα αυτοί και προσπαθούσαν να σωθούν. Η βάρκα αυτή αναποδογύριζε. Τους έβαλα στη δική μας βάρκα και τους πήγα στο κοινοτικό γραφείο». 

«Τους άφησα και μου έλεγαν τα παιδιά ότι ήταν και άλλοι μέσα στο χωριό που ζητούσαν βοήθεια. Μου έλεγαν σε ποια σπίτια ήταν εγκλωβισμένοι και πήγα στο σπίτι του Ντάντου Θωμά. Ήταν εγκλωβισμένος δίπλα από το σπίτι του, πάνω στη μηχανή που μάζευε βαμβάκια. Φεύγω από εκεί και πάω προς τα κάτω, σε μια οικογένεια. Μέσα στο σπίτι τους είχε πατάρι -εκεί ήταν πάνω και φώναζαν “βοήθεια”- και μου λέει ο Πανάγος Δημήτρης: “Εδώ είμαστε, στο πατάρι”. Για να τους απεγκλωβίσω χρειάστηκε να ξεσκεπάσω τα κεραμίδια του σπιτιού και μετά άρχισα να τους βγάζω έναν έναν, τρία άτομα. Τους έβγαλα με τα χίλια ζόρια και τους πήγα στο κοινοτικό γραφείο. Μετά μου είπαν ότι ήταν και άλλος μέσα στο χωριό! Πήγα, τον απεγκλώβισα... Ήταν σε ένα υπόστεγο πάνω, καθόταν με την καρέκλα και είχε και το σκυλάκι του. Τον πήρα και αυτόν. Το μόνο που δεν πρόλαβα, ήταν να σώσω τους ανθρώπους που πνίγηκαν. Τη μητέρα του Κατερίνα και το γιο της Λιάμπο-Γιώργο» λέει ο κυρ Κώστας περιγράφοντας εκείνες τις εφιαλτικές στιγμές.

«Αισθάνομαι μια ικανοποίηση. Ό,τι μπόρεσα, έκανα. Στενοχωριέμαι που δεν έσωσα τη μάνα και τον γιο. Η μητέρα ήταν 85 ετών και το παιδί 65. Τους ήξερα πολύ καλά. Πολύ καλοί άνθρωποι» προσθέτει εκφράζοντας την πικρία του. «Εγώ είμαι πάντα θαρραλέος, επειδή από μικρό παιδί ήμουν στα ποτάμια. Το 1994, έσωσα περισσότερα άτομα, γιατί ήταν λιγότερο το νερό και κυκλοφορούσαμε πιο άνετα» καταλήγει.

Δημοσιεύθηκε στην Ontime στις 14/9/2023