Η περίφημη αυτή φράση που λέμε στις εκλογές προέρχεται από την εποχή της Τουρκοκρατίας.  Από το 1864 και για αρκετά χρόνια οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν χρησιμοποιούσαν ψηφοδέλτια, για την εκλογή των αντιπροσώπων τους, αλλά «σφαιρίδια», δηλαδή μικρές σφαίρες από μολύβι.

Στις πρώτες εκλογικές διαδικασίες του νεοελληνικού κράτους, που γίνονταν με σφαιρίδια, οι κάλπες ήταν ορθογώνια μεταλλικά κουτιά. Υπήρχε μία κάλπη για τον κάθε υποψήφιο. Η κάλπη εσωτερικά ήταν χωρισμένη στα δύο. Στο δεξιό μέρος, που είχε χρώμα λευκό, ήταν το «Ναι» και στο αριστερό, που είχε χρώμα μαύρο, το «Όχι».

Μπροστά η κάλπη είχε έναν σωλήνα, που μέσα έβαζε ο ψηφοφόρος το χέρι του και έριχνε το σφαιρίδιο, δεξιά αν ήθελε να υπερψηφίσει τον υποψήφιο και αριστερά αν ήθελε να τον καταψηφίσει, χωρίς να φανερώνεται η προτίμησή του. Εξ ου και η ευχή «καλό βόλι».

Οι φράσεις «τον μαύρισα» και θα «το ρίξω δαγκωτό»

Από αυτόν τον τρόπο ψηφοφορίας προέκυψαν και οι εκφράσεις «τον μαύρισα», με τον σφαιροδότη να φωνάζει δυνατά το όνομα του υποψηφίου και τον ψηφοφόρο που ήθελε να τον καταψηφίσει να ρίχνει το σφαιρίδιο στη μαύρη πλευρά της κάλπης.

Υπήρχαν βέβαια και εκείνοι που δεν αρκούνταν σε αυτό και δάγκωναν τον μολυβένιο βώλο για να αναγνωρίζεται στην καταμέτρηση και έτσι βγήκε και η περίφημη φράση «θα το ρίξω δαγκωτό».