«Το δικό μου το παιδί δεν μπορεί να πάρει πτυχίο. Άφησε τις σπουδές στη μέση...». Με τα λόγια αυτά ξέσπασε η Μελίνα Κακουλίδου, μητέρα του αδικοχαμένου Άλκη, κατά κατηγορούμενου την ώρα που εκείνος απολογείτο ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης για την υπόθεση δολοφονίας του 19χρονου γιου της. 

Η αντίδραση αυτή ήρθε την ώρα που ο 6ος εκ των 12 κατηγορούμενων αναφερόταν στις σπουδές του, λέγοντας ότι θέλει να τις συνεχίσει μέσα από τις φυλακές. Τα λόγια της μητέρας επιδοκιμάστηκαν με χειροκρότημα από συγγενείς και φίλους της οικογένειας που παρακολουθούν τη δίκη.

 Η σημερινή, 29η μέρα, της ακροαματικής διαδικασίας ξεκίνησε με την απολογία του συγκεκριμένου κατηγορούμενου, που εισαγωγικά εξέφρασε τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια του Άλκη, ζητώντας συγγνώμη για το ότι βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος.

«Κατάλαβα ότι ψάχναμε οπαδούς του Άρη να κυνηγήσουμε για αντίποινα»

Ξεκινώντας την απολογία του ο 23χρονος με καταγωγή από της Σέρρες ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του 19χρονου φοιτητή για την παρουσία του στο συμβάν, ενώ έδωσε τη δική του εκδοχή για όσα έγιναν το μοιραίο βράδυ. «Δεν μπορώ να φανταστώ τον πόνο που νιώθουν», είπε για τους γονείς του Άλκη, πριν ξεκινήσει να περιγράφει τα γεγονότα, όπως υποστηρίζει ότι έγιναν.


«Εκείνη τη μέρα ήμουν έως το απόγευμα στη σχολή και μετά βγήκαμε με τον φίλο μου, έναν εκ των κατηγορουμένων. Άλλος κατηγορούμενος τον πήρε τηλέφωνο για να πάμε στον σύνδεσμο. Είχα ξαναπάει μια-δυο φορές. Ήταν 23:30 η ώρα. Δεν κάτσαμε πολλή ώρα. Όταν φτάσαμε, ήταν όλοι οι κατηγορούμενοι εκεί. Γνώριζα κάποιους, όχι όλους. Είχε και άλλα άτομα που δεν τα ήξερα. Εκεί μάθαμε ότι έγινε επεισόδιο στο Ωραιόκαστρο, κάποιοι Αρειανοι είχαν κυνηγήσει οπαδούς του ΠΑΟΚ. Συζητιέται αν θα πάμε στου Χαριλάου και να βρούμε οπαδούς του Άρη. Κατάλαβα ότι θα τους κυνηγούσαμε. Δεν είχα ξαναπάει σε κάτι τέτοιο. Δεν το σκέφτηκα καλά. Ξεκινήσαμε να πάμε στου Χαριλάου. Μας είπαν να πάμε και πήγαμε. Δεν υπήρχε συνεννόηση. Από τον σύνδεσμο πήρα έναν σιδερένιο σωλήνα. Το πήρα για να προστατέψω τον εαυτό μου για παν ενδεχόμενο γιατί είχα ακούσει ότι στο Ωραιόκαστρο οι Αρειανοί είχαν αντικείμενα. Δεν ήξερα τι θα συμβεί και γι' αυτό το έβαλα στο πορτ μπαγκάζ, δεν το είχα στα χέρια μου. Ήταν σε μία γωνία κάτι σιδερένιοι σωλήνες και πήρα έναν», ανέφερε.

Συνεχίζοντας την απολογία του, έδωσε τη δική του εκδοχή για όσα έγιναν όταν οι κατηγορούμενοι έφτασαν επί της οδού Θ. Γαζή και εντόπισαν τον Άλκη Καμπανό και την παρέα του.

«Κάποια στιγμή σταματά το πρώτο αυτοκίνητο, δεν κατάλαβα τι έγινε. Μετά σιγά σιγά σταματούσε και το δικό μας το αμάξι και κατέβηκαν οι πρώτοι τρεις από το πρώτο, με τον οδηγό να βγαίνει λίγο αργότερα (...). Τους πλησίασαν πρώτα οι τρεις από το πρώτο αυτοκίνητο και σχεδόν ταυτόχρονα ήρθαν και οι τρεις από το άλλο. Εκεί είδα ότι τους μίλησε ο δεύτερος κατηγορούμενος που πήγε πιο μπροστά, δεν άκουσα τι, και μετά από λίγο ξεκίνησε η φασαρία. Ο δεύτερος κατηγορούμενος μας έκανε νόημα να περιμένουμε όταν κατέβηκε επειδή δεν ήξεραν αν είναι οπαδοί του Άρη», υποστήριξε.

«Είδα να δίνει μαχαίρια»

Ο 23χρονος, στη συνέχεια της απολογίας του, αναφέρθηκε στη στιγμή που ξεκίνησε η επίθεση προς την παρέα του Άλκη Καμπανού και το χτύπημα που αντιλήφθηκε ότι έγινε με το μαχαίρι. 

«Ξεκίνησε η φασαρία. Στην αρχή υπήρχε χαμός, μετά όμως διέκρινα τον δεύτερο κατηγορούμενο να δίνει μία μαχαιριά σε ένα από τα παιδιά που πήγε να πηδήξει από το τειχάκι. Το παιδί είχε το ένα πόδι έξω από το τειχάκι και το άλλο από μέσα και πήγε να πηδήξει. Λίγα δευτερόλεπτα μετά κατεβήκαμε από το αμάξι μας. Πήγα στο πορτ μπαγκάζ και πήρα τον σιδερένιο σωλήνα. Έκανα δυο-τρία βήματα, έφτασα στη μέση του άλλου δρόμου και γύρισα πίσω. Φοβήθηκα, άφησα τον σωλήνα και περίμενα δίπλα στο αμάξι, στα δεξιά», κατέθεσε.

«Άκουγα φωνές αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω κινήσεις. Είδα κάποια στιγμή ένα ξύλο σηκωμένο στον αέρα. Δεν μπορώ να προσδιορίσω πού ακριβώς ήταν. Απ' ό,τι έμαθα μετά, το κρατούσε ο 11ος κατηγορούμενος. Μετά τους είδα να γυρνάνε στα αμάξια και κάποια άτομα να ανεβαίνουν. Ακούγονταν κραυγές από το σημείο και όχι φωνές. Δεν ξέρω αν ήταν του Άλκη. Φύγαμε ενώ είχαν πλησιάσει πολύ τα άτομα από κάτω. Φοβήθηκα πολύ γιατί είδα ότι κρατούσαν σίγουρα ένα τσεκούρι, μια καρέκλα, αντικείμενα και ερχόντουσαν απειλητικά. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να φύγουμε από εκεί», σημείωσε ο 23χρονος.

Όπως είπε ο έκτος κατηγορούμενος, «στη διαδρομή δύο από τα άτομα που επέβαιναν μαζί του στο αυτοκίνητο μιλούσαν μεταξύ τους και έλεγαν ότι έγινε "χοντράδα", πως κάποιο παιδί χτυπήθηκε και ότι είδαν τα αίματα. Εγώ εκεί πανικοβλήθηκα. Ήμασταν ταραγμένοι. Το επόμενο πρωί είδα τι έγινε από το ίντερνετ και δεν το πίστευα. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Εγώ πρώτα απ' όλα ήθελα να το πω στους γονείς μου, να το βγάλω από μέσα μου. Καθόμουν τρεις μέρες μέσα στο σπίτι, δεν μιλούσα με κανέναν. Είχα στενοχωρηθεί πάρα πολύ, δεν το πίστευα. Δεν το σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, μακάρι να μην πήγαινα», κατέθεσε.

Στο τέλος της απολογίας, ο έκτος κατηγορούμενος αναφέρθηκε στις σπουδές του στη Γεωπονική Σχολή του ΑΠΘ, τις οποίες και συνεχίζει μέσα από τη φυλακή, μέσω διαδικτύου και είπε για τα μαθήματα που έχει καταφέρει να περάσει, παρά τις δύσκολες που αντιμετωπίζει στη φυλακή.

Το ξέσπασμα της μητέρας

Η μητέρα του 19χρονου φοιτητή, ακούγοντας τον κατηγορούμενο, ξέσπασε και είπε δυνατά: «Μόνο το δικό μου παιδί δεν θα πάρει πτυχίο, άφησε στη μέση τις σπουδές του», με κάποιους από το ακροατήριο να χειροκροτούν.