Πέρασαν 11 χρόνια από τον Ιανουάριο του 2012, την χρονιά που η Εθνική Πινακοθήκη στερήθηκε τρία σημαντικά εκθέματα, στην αποκαλούμενη «κλοπή του αιώνα», ένα εκ των οποίων ήταν ένας πίνακας του Πικάσο με αφιέρωση στον ελληνικό λαό.

 Η υπόθεση εξιχνιάστηκε εννέα χρόνια αργότερα, ο δράστης ομολόγησε και υπέδειξε πού είχε κρύψει τα κλοπιμαία. Πλέον, οι πίνακες έχουν επιστρέψει στο «σπίτι» τους και βρίσκονται στην ιδιοκτησία του ελληνικού λαού.

 Μετά την ολοκλήρωση της δίκης σε πρώτο βαθμό, ο πρωταγωνιστής-δράστης, Γεώργιος Σαρμαντζόπουλος, αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές από την «κλοπή του αιώνα», μιλώντας στην εκπομπή της ΕΡΤ «Φάσμα», ενώ σημαντική είναι και η μαρτυρία ενός Ολλανδού κλέφτη πινάκων του Βαν Γκογκ.

 Για την κλοπή των πινάκων δύσκολα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι την είχε κάνει ένας... ελαιοχρωματιστής, ο οποίος μάλιστα ισχυρίζεται ότι είναι λάτρης της τέχνης. Ακόμη και μετά την εξιχνίαση, συνιστά μια υπόθεση που γεννά ερωτήματα.

 «Όπως και να είχε θα έφευγα με δύο έργα από την Πινακοθήκη. Υπήρξε ένας σχεδιασμός έξι μηνών με κάποιες συχνές επισκέψεις», είπε αρχικά ο δράστης που κρυβόταν πίσω από την υπόθεση της εν λόγω κλοπής, Γιώργος Σαρμαντζόπουλος. Μεταξύ άλλων, τόνισε ότι εάν δούλευε ως security στην Πινακοθήκη θα θεωρούσε πολύ παράξενο κάποιος να επισκέπτεται τις εκθέσεις τόσο συχνά. «Μα, τόσο θαυμασμό πια;» είπε χαρακτηριστικά. «Δεν χρειάζεται να είσαι επαγγελματίας κλέφτης, αρκεί να είσαι παρατηρητικός».

 Πώς περιγράφει την «κλοπή του αιώνα» ο ίδιος ο άνθρωπος που την... ονειρεύτηκε και την πραγματοποίησε:

 «Είχα τεράστιο πόθο για να πάρω δύο έργα από την Εθνική Πινακοθήκη και να τα προσθέσω στη συλλογή μου» τόνισε ο Σαρμαντζόγλου, ξεκαθαρίζοντας πως μόνος εκείνος έστησε το σχέδιο και ενήργησε χωρίς συνεργό. Σημειώνεται πως την ιστορία για την κλοπή γνώριζαν όλα αυτά τα χρόνια μόλις τρία άτομα στην Ευρώπη και σίγουρα κανείς από την οικογένειά του.

 Δημιούργησε ψεύτικους συναγερμούς για αντιπερισπασμό, πέρασε από την ασφάλεια στην μπαλκονόπορτα, έκανε τρύπα στη γυψοσανίδα και έπειτα πέρασε στην έκθεση. Και τότε οι υπεύθυνοι πήραν την πρωτοβουλία να απενεργοποιήσουν τη ζώνη του συναγερμού, καθώς θεώρησαν πως χτυπούσε γιατί υπήρχε τεχνικό πρόβλημα! Όλη η δράση διήρκεσε 7-8 λεπτά.

 Στη συνέχεια, έκρυψε τα έργα στο διαμέρισμα όπου διέμενε εκείνη την περίοδο στον Περισσό, τα οποία θαύμαζε να κοσμούν τη συλλογή των πινάκων που είχε φτιάξει κάθε φορά που ερχόταν από το εξωτερικό.

 Ο ίδιος απάντησε και στο ερώτημα του γιατί ομολόγησε ότι ήταν εκείνος που κρυβόταν πίσω από την κλοπή τους και κυρίως γιατί τότε: «Ομολόγησα γιατί τότε ήταν η ώρα να επιστραφούν τα έργα, γιατί αυτό ήταν το σωστό» εξήγησε. Η ομολογία ήταν αναπόφευκτη αφού «αν επέστρεφα τα έργα με το DNA και τα αποτυπώματά μου πάνω είναι βέβαιο πως θα με έβρισκαν. Ο μόνος τρόπος να τα σβήσεις από μία επιφάνεια είναι να τα περάσεις με χλωρίνη και θα καταστρέφονταν».

 Και συνέχισε: «Δεν σκέφτηκα ποτέ να τα πουλήσω. Ούτε στην προανακριτική φάση της υπόθεσης δεν υπήρξανε στοιχεία. Όσο ναρκισσιστικό κι αν ακούγεται αυτό, αγαπάς τα έργα, γίνεσαι κομμάτι τους».

 «Φυσικά και έχω μετανιώσει. Αυτό για το οποίο δεν μετανιώνω είναι ότι τα έργα επιστράφηκαν» τόνισε.

 Αλλά θα το ξανά έκανε; Όπως απάντησε: «Φυσικά και όχι, είναι μία υπόθεση win-win και για τις δύο πλευρές και για την επιτυχία των ελληνικών υπηρεσιών, αλλά και για εμένα το θεωρώ. Και οι αρχές κέρδισαν, επιστράφηκαν τα έργα. Και εγώ κέρδισα, ότι μου έφυγε το βάρος. Ζεις συνέχεια με σκιές; Και ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα φτάσει η υπόθεση εκεί που έφτασε τώρα. Δεν έχεις την ίδια ελευθερία. Δεν είμαι παράδειγμα προς μίμηση, το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ελευθερία του ανθρώπου».