«Κάποτε είχα ένα μόνο στόχο, να ζήσω, να καταφέρω να ζήσω. Ακούγεται τώρα παράξενα αυτό, τώρα που είναι όλα εύκολα, αλλά στα χρόνια τα δικά μας, μες στους πολέμους, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, ήταν ένα επίτευγμα. […] Αισθάνομαι τη συγγραφή αυτού του βιβλίου σαν εξομολόγηση στον πνευματικό μου. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη αν αδίκησα κανέναν, αν φέρθηκα άσχημα σε κανέναν. Μπορεί να μην το κατάλαβα, να μην το ήθελα» (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα»).

Ο Νίκος Ξανθόπουλος, το «παιδί του λαού», από το 1958, όταν ξεκίνησε την καριέρα του στο σινεμά, έως το 1995, που πρωταγωνίστησε στη σειρά του Mega «Στην κόψη του κύματος», είχε παίξει σε περίπου 50 ταινίες, από τις οποίες οι 30 ήταν δραματικές. Τις περισσότερες φορές, το σενάριο τον ήθελε να βιώνει κάποιο δράμα. Κυρίαρχη πάντα ήταν η «ιερή παρουσία» της μάνας. Κι έτσι έμεινε στη συνείδηση του κοινού. Τόσο που, ακόμα και σήμερα, αν κάποιος θέλει να περιγράψει μια τραγική κατάσταση, χρησιμοποιεί το όνομα του ηθοποιού ως παρομοίωση.

Το κοινό ταυτιζόταν με τις περιπέτειές του, με τεράστιες ουρές να σχηματίζονται στα ταμεία των κινηματογράφων. Δεν δίστασε να πρωταγωνιστήσει σε μια σχεδόν 3ωρη ταινία, κάτι αδιανόητο για την εποχή. Κι όμως η «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» έγινε τεράστια επιτυχία.

Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1934 στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας. Οι γονείς του ήταν Πόντιοι και η οικογένεια αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, όπως σχεδόν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Ο πατέρας του έκανε διάφορες δουλειές, από ψαράς μέχρι τσαγκάρης, και αυτές όταν ήταν κοντά στην οικογένειά του, γιατί έλειπε συχνά από το σπίτι. Ήταν αντιστασιακός και συνήθιζε να εξαφανίζεται για αρκετό καιρό, ώστε να αποφύγει τη σύλληψη.

«Ο πατέρας μου ήταν μυστήριος άνθρωπος, ανήσυχος. Όταν έφυγε στο βουνό, απομείναμε μόνοι σε ξένο τόπο. Έπιασα εγώ δουλειά στην τράτα, στο πόδι του. Τι δουλειά δηλαδή, μισό μερτικό έπαιρνα, μια χούφτα ψάρια. Τι μπορούσα να προσφέρω οχτώ χρονών ψαράς; Πάλι καλά. Έκανα διάφορες βοηθητικές δουλειές, έπλενα το καΐκι, κουβάλαγα τις κουλούρες τα σκοινιά, κράταγα την τσίμα απ’ τη στεριά να καλάρει η τράτα», έγραψε κάποια στιγμή ο Νίκος Ξανθόπουλος αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια.

Όταν ήταν 9 ετών συνελήφθη μαζί με τη μητέρα του από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε στη φυλακή, εμπειρία που δεν ξέχασε ποτέ. Από παιδί είχε μεγάλη αγάπη στα λογοτεχνικά βιβλία και ήθελε να γίνει φιλόλογος. Την περίοδο εκείνη δεν ήταν εύκολο για ένα παιδί φτωχής οικογένειας να διαβάζει λογοτεχνία, καθώς τα βιβλία αποτελούσαν είδος πολυτελείας και κόστιζαν πολύ ακριβά. Ο Ξανθόπουλος, όμως, ήταν «προνομιούχος», επειδή είχε γείτονα έναν τυπογράφο, ο οποίος του δάνειζε βιβλία. Η άλλη του αγάπη ήταν ο αθλητισμός. Από μικρή ηλικία έκανε στίβο και είχε καλές επιδόσεις στο τριπλούν και το τρέξιμο μετ’ εμποδίων. Το 1952 έπαιζε στην αγαπημένη του ΑΕΚ.

Ηθοποιός και τραγουδιστής

Τελικά, δεν έγινε ούτε φιλόλογος ούτε αθλητής. Το 1963 αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ξεκίνησε τη θεατρική του πορεία στην παράσταση «Βιργινία». Έκτοτε, πήρε μέρος σε πολλές παραστάσεις και δοκίμασε το ταλέντο του, ακόμη και στην επιθεώρηση. Ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν μικρός. Εμφανίστηκε στην ταινία «Το εισπρακτοράκι», πλάι στους Αυλωνίτη και Ρίζο. Από το 1964 έως το 1971 είχε αποκλειστική συνεργασία με την ΚΛΑΚ Φιλμς του Απόστολου Τεγόπουλου. Εκεί ξεκίνησε τους δραματικούς ρόλους με την ταινία «Αγάπησα και πόνεσα», όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό ως «λαϊκό παιδί». Ο κόσμος τον λάτρεψε και ταυτίστηκε μαζί του.

Οι ουρές για να δουν τις ταινίες του ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Ο σεβασμός και η αγάπη στη μάνα που υπάρχουν σε κάθε ταινία του συγκινούσαν το κοινό, σε μια εποχή που οι περισσότεροι νέοι είχαν εγκαταλείψει τα χωριά και τους γονείς τους για να βρουν μεροκάματο στις πόλεις.

Παράλληλα με την επιτυχημένη πορεία στον κινηματογράφο, ο Νίκος Ξανθόπουλος ξεκίνησε καριέρα και στο λαϊκό τραγούδι. Έχοντας ως καθοδηγητές τον συνθέτη Απόστολο Καλδάρα και τη στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, έκανε τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία για να καθιερωθεί τελικά ως τραγουδιστής, κυκλοφορώντας συνολικά 9 ολοκληρωμένους δίσκους και 55 σινγκλ. Ως τραγουδιστής μάλιστα έκανε μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό, όπου ο κόσμος τον αποθέωνε, αφού τον γνώριζε από τον κινηματογράφο.

Είχε δηλώσει ότι την περίοδο εκείνη, το τραγούδι ήταν η βασική δουλειά από την οποία κέρδιζε χρήματα. Συνολικά, ηχογράφησε περίπου 330 τραγούδια. Ωστόσο, δεν σταμάτησε ποτέ να διαβάζει μετά μανίας βιβλία και πολλοί που τον έχουν επισκεφθεί στο σπίτι του λένε ότι διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες. Το 1970 σχημάτισε δικό του θίασο και ανέβασε αρκετές παραστάσεις. Στην τηλεόραση έκανε επιλεγμένες εμφανίσεις, με πρώτη στη σειρά «Αγρίμια» το 1973. Στην προσωπική του ζωή, ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε κάνει δύο γάμους και συνολικά είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την επίσης ηθοποιό, Ελένη Καρπέτα, ενώ ο δεύτερος με την Εριφύλη Ξανθοπούλου.

Ο Νίκος Ξανθόπουλος νοσηλευόταν για περισσότερο από ένα μήνα σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, λόγω σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων. Πριν από λίγες μέρες βγήκε από την εντατική και στις 22 Ιανουαρίου άφησε την τελευταία του πνοή σε ειδικό κέντρο αποκατάστασης, όπου είχε προσφάτως μεταφερθεί. Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 24 Ιανουαρίου στις 13.00 στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.

Το βιβλίο της ζωής του

Όταν αποσύρθηκε, δήλωσε αγρότης και πλέον ασχολούνταν με το κτήμα του. Το 2014 ανάρτησε στη σελίδα του στο facebook: «Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα φτάσω 80 ετών. Για δες, λέω, Νικολάκη, τα κατάφερες. Είδες που φοβόσουν, όταν 9 χρονών σε είχαν φυλακή οι Γερμανοί κι έτρεμες μήπως σε στείλουν να γίνεις σαπούνι. Ογδόντα χρόνια δεν είναι λίγα, μακάρι να τα φτάνανε κι άλλοι. Τώρα όπως είμαι απάνω-απάνω στο τελευταίο σκαλοπάτι και κοιτάζω κάτω, λέω: Μην απογοητεύεσαι για την κατάσταση. Δεν πιστεύω να κάνεις καμιά κουτουράδα διάβολε, έχεις παιδιά, εγγόνια, σύνελθε. Ο πλούτος σου είναι τα παιδιά σου».

Το βιβλίο για τη ζωή του το ολοκλήρωσε μέσα σε περίπου ένα χρόνο, αφού προηγήθηκε η περίοδος των σημειώσεων που κράτησε έξι μήνες. «Στην αρχή κράταγα σημειώσεις, μετά τις ανέπτυξα σε γεγονότα και τα έφτιαξα μικρά-μικρά κεφάλαια και αυτό βοηθάει και στην ανάγνωση. Γιατί δεν είναι συνεχές να σε κουράζει, αφού υπάρχουν φίλοι που μου λένε ότι μετά από τη δουλειά χαλαρώνουν με το βιβλίο». Όπως δήλωνε ο ίδιος, το έναυσμα να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο το αναφέρει στο εξώφυλλο με την πρόταση «δεν με ξέρετε, κανείς δεν με ξέρει». «Νομίζουνε οι περισσότεροι, ο λαός όχι γιατί έχει ένστικτο, αλλά περισσότερο οι δήθεν κουλτουριάρηδες και γραμματισμένοι ότι αυτοί τα ξέρουνε όλα και κανείς δεν ξέρει τίποτα. Ήθελα λοιπόν να δείξω γενικά στον κόσμο ότι υπήρχε μια υποδομή, δεν ήταν τυχαίο που ο Ξανθόπουλος έπαιζε στον κινηματογράφο, έκανε επιτυχίες. Μπορεί οι ταινίες εκείνη την εποχή να είχαν αδυναμίες, γιατί ήταν φτωχούλες, δεν υπήρχαν τεχνικά μέσα, ωστόσο υπήρχε ψυχή, ανθρωπιά μέσα σε εκείνες τις ταινίες, η οποία διαμόρφωσε χαρακτήρες, έφτιαξε ανθρώπους», είχε αναφέρει, τονίζοντας πως και ο ίδιος έγινε καλύτερος μέσα από αυτές τις ταινίες του. «Είχα πάντα στο μυαλό μου την εικόνα που είχε ο κόσμος για μένα. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι κόντρα σε αυτή την εικόνα».

«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να ’μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σαν να ‘μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα

έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα», είχε εξομολογηθεί.

«Να ‘ναι καλά ο Νταλάρας»

Ήταν γιορτές, Χριστούγεννα και τραγουδούσα στον Βόλο, σ’ ένα κέντρο στην Αγριά, τον «Ζορμπά». Η δουλειά πήγαινε καλά, τα ρεβεγιόν γεμάτα, αλλά και τις καθημερινές είχαμε αρκετές παρέες. Κάθε βράδυ ερχόταν ένας τύπος καλοντυμένος, με τις κολόνιες του, τα μανικετόκουμπά του, μόνος ή μ’ έναν ακόμη. Πρώτο τραπέζι, παράγγελνε ένα μπουκάλι ουίσκι «Σίβας», ωραίος και καλός. Κέρναγε και κανέναν του μαγαζιού ή καμιά τραγουδίστρια που καθόταν στο τραπέζι του και σηκωνόταν κι έφευγε. Τζέντλεμαν. Κάθε μέρα. Αισθανόμουνα υποχρεωμένος, λέω τι δουλειά κάνει, ρε παιδί μου, να πάω κι εγώ στο νταλαβέρι του.

Ρωτάω τι είναι ο άνθρωπος, τι ρόλο παίζει. Μου λένε, καλό παιδί, έχει μια λέσχη χαρτοπαικτική στον Βόλο. Κιμπάρης πελάτης, καλός. Εγώ χαρτιά δεν παίζω. Δεν ξέρω. Αλλά το φιλότιμο δεν μ’ άφηνε, ήθελα να πάω στο μαγαζί του, κι ας μην ξέρω, να κάνω μια παρουσία. Ξεχώρισα κάτι λεφτά στη δεξιά μου τσέπη, σενιαρίστηκα και ετοιμάστηκα πριν πάω στο κέντρο να περάσω από το μαγαζί του… κιμπάρη. Λέω να τα χάσω, να βγάλω την υποχρέωση.

Όπως κατέβηκα από το δωμάτιο στο σαλόνι του ξενοδοχείου, βλέπω η τηλεόραση είχε ένα πρόγραμμα και μια συνέντευξη με τον Νταλάρα. Μ’ αρέσει ο Νταλάρας, η εργατικότητα, οι επιλογές του, αφοσιώθηκα όρθιος εκεί, να παρακολουθώ τη συνέντευξή του.

Όπου ανοίγει η πόρτα του ξενοδοχείου ξαφνικά και μπαίνουν τρέχοντας δυο νοματαίοι.

“Αμάν, αδελφέ μου, τους πιάσανε”, λένε ασθμαίνοντας. Εγώ εκεί, αφοσιωμένος στην τηλεόραση.

“Τι είναι, ρε Μίλτο; Πάρε ανάσα. Τι έγινε;”.

“Ρε, δεν ακούς τι σου λένε; Μπήκαν οι μπάτσοι και τους κάνανε τσακωτούς στη λέσχη που παίζανε ζάρια”.

Χλόμιασα. Τότε συνειδητοποίησα τι έγινε. Κοίτα να δεις τι θα πάθαινα. Θα με είχανε την άλλη μέρα οι εφημερίδες στην πρώτη σελίδα. Φάτσα κάρτα. Πιάσανε το μεγάλο χαρτόμουτρο, τον σεσημασμένο. Θα πήγαινα τζάμπα και βερεσέ. Ευτυχώς, μ’ έσωσε ο Νταλάρας».

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΟΝ ΤΙΜΕ στις 23/1