Την ικανοποίησή τους για την πορεία της χριστουγεννιάτικης αγοράς εκφράζουν φορείς του εµπορίου και καταστηµατάρχες, εκτιµώντας ότι το ταµείο φέτος θα κλείσει στα ίδια επίπεδα ή και ακόµα υψηλότερα, για ορισµένους, σε σχέση µε το 2019.

Ο τζίρος στη λιανική ένδυσης, υπόδησης, ειδών δώρου, λευκών συσκευών, τεχνολογικών προϊόντων και τροφίµων είναι αυξηµένος κατά 10%-12% σε σχέση µε πέρυσι, η κίνηση στους εµπορικούς δρόµους και γειτονιές κυµαίνεται σε διπλάσια επίπεδα, ενώ η πορεία του τουρισµού καταρρίπτει το ένα µετά το άλλο τα ιστορικά ρεκόρ

Βεβαίως δεν είναι όλα ρόδινα, αφού ο υψηλός πληθωρισµός ωθεί προς τα πάνω αναπόφευκτα τους κύκλους εργασιών, ωστόσο το εορταστικό επίδοµα των 250 ευρώ στις ευπαθείς οµάδες, το µπόνους των 600 ευρώ στους ένστολους των Σωµάτων Ασφαλείας και των Ενόπλων ∆υνάµεων, η µείωση της τιµής του ηλεκτρικού ρεύµατος, η µερική αποκλιµάκωση της ακρίβειας στα καύσιµα, η ψυχολογική ενθάρρυνση από την αναπροσαρµογή των συντάξεων έπειτα από 12 χρόνια, η διατήρηση της επιδοµατικής πολιτκής στη θέρµανση, η καταβολή δώρου στους εργαζοµένους του ιδιωτικού τοµέα, των ∆ΕΚΟ και των τραπεζών και οι πολύ καλές κλιµατολογικές συνθήκες συνέβαλαν στη µεγάλη βελτίωση της εµπορικής δραστηριότητας και του οικονοµικού κλίµατος. Αθροιστικά, φέτος τα Χριστούγεννα στις τσέπες των καταναλωτών µπήκαν επιπλέον 2,6 έως 3 δισ. ευρώ, σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία του υπ. Οικονοµικών, συνεπώς η καταναλωτική δραστηριότητα ενισχύθηκε σηµαντικά, κινητοποιώντας αναλόγως και το λιανεµπόριο. «Απέχουµε πολύ από το να καλύψουµε τις απώλειες των 2 δισ. ευρώ που άφησαν πίσω τους οι συνεχείς καραντίνες εξαιτίας του κορονοϊού», αναφέρει στα «Π» ο Παν. Αρµένης από τη Συνοµοσπονδία Εµπορικών Συλλόγων, ενώ ο Θ. Συµεωνίδης, των επιµελητηριακών φορέων της Βόρειας Ελλάδας, αισιοδοξεί ότι τα πράγµατα θα πάνε ακόµα καλύτερα, καθώς από τις 9 Ιανουαρίου έως τα τέλη Φεβρουαρίου έπονται οι χειµερινές εκπτώσεις.

Οι δυσκολίες 

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Εµπορικού Συλλόγου Αθηνών, Σταύρος Καφούνης, επικαλούµενος στοιχεία από τον δείκτη του Εµπορικού Συλλόγου και της ΕΛ.ΣΤΑΤ., τονίζει πως το λιανεµπόριο άγγιξε µεν το +10% την περίοδο του εννεαµήνου του 2022 σε σύγκριση το 2019, ωστόσο ακολούθησαν ο Οκτώβριος και ο Νοέµβριος, δύο έντονα υποτονικοί µήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο επερχόµενος χειµώνας και τα έξοδα που αναµένουν ότι θα βρουν µπροστά τους επόµενους µήνες οι καταναλωτές είχαν ως αποτέλεσµα τη συνολική συγκράτηση των δαπανών. Οπως προκύπτει από το «Βαρόµετρο» της Κεντρικής Ενωσης Επιµελητηρίων Ελλάδας, η µέση κατά κεφαλήν δαπάνη για δώρα και αγορές προϊόντων υπολογίστηκε σε 126 ευρώ, ενώ η µέση δαπάνη ανά νοικοκυριό για τα εορταστικά τραπέζια στα 110 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω, ο συνολικός τζίρος για δώρα και αγορές προϊόντων κατά την εορταστική περίοδο εκτιµάται σε 1,1 δισ. ευρώ, ενώ ο συνολικός τζίρος για τα εορταστικά τραπέζια των νοικοκυριού εκτιµάται σε 0,5 δισ. ευρώ. Οσον αφορά τα τρόφιµα, το «καλάθι της νοικοκυράς» αποδεικνύεται ότι συνέβαλε στη συγκράτηση των τιµών. Σύµφωνα µε τους πίνακες που έδωσε στη δηµοσιότητα την Πέµπτη ο υπουργός Ανάπτυξης, Αδ. Γεωργιάδης, από το σύνολο των 850 προϊόντων του «καλαθιού» που είναι απολύτως συγκρίσιµα, στα 47, ποσοστό 6%, η τιµή µειώθηκε, στα 782, ποσοστό 92%, η τιµή παρέµεινε σταθερή και σε 21, ποσοστό 2%, η τιµή αυξήθηκε,

Ιδιαίτερα κατατοπιστικός για τον κυριότερο κίνδυνο, το ενεργειακό κόστος, είναι ο πρόεδρος του Επιµελητηρίου Πειραιά, Βασίλης Κορκίδης, ο οποίος µιλώντας στα «Π» εξηγεί σχετικά: «Οι τιµές των παρόχων που ανακοινώθηκαν για τον Ιανουάριο θα είναι αυξηµένες από 25%-31%, που σηµαίνει ότι από 15-17 ευρώ/kWh θα τιµολογείται 35- 52 ευρώ/kWh. Ετσι η κυβέρνηση προλαβαίνει τους παρόχους που επιδιώκουν να ανακτήσουν το κόστος που επωµίστηκαν από τις αυξήσεις 45% στη χονδρεµπορική αγορά ηλεκτρικού ρεύµατος. Η συνέχιση της στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων και αυτή τη χρονιά, όπου το ενεργειακό κόστος θα συνεχίσει να αποτελεί ένα από τα κυριότερα προβλήµατα στην ευρωζώνη, αποτυπώνει τη συνέπεια λόγων και έργων της κυβέρνησης να διαθέτει από τη φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών παραγωγής και προµήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και τα έσοδα από τις δηµοπρασίες των αερίων του θερµοκηπίου ποσά που διατηρούν την κυκλικότητα της ελληνικής οικονοµίας, µε ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται. Η εξάρτηση της οικονοµίας από τις τιµές των καυσίµων είναι ένας διαρκής κίνδυνος, που θα αντιµετωπίσουµε και το 2023, µε προσθήκη στην εξίσωση της ανοδικής τάσης της τιµής του πετρελαίου, που κυµαίνεται ήδη πάνω από τα 85 δολ. το βαρέλι στις διεθνείς αγορές».

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 30/12/2022