Η δημοσίευση των προσωρινών αποτελεσμάτων της απογραφής που διενήργησε η ΕΛ.ΣΤΑΤ. έρχεται να επιβεβαιώσει τις εκτιμήσεις των επιστημόνων για μείωση του πληθυσμού της χώρας, καταδεικνύοντας παράλληλα ότι το δημογραφικό αποτελεί μία από τις κυριότερες απειλές που έχει να αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια η ελληνική κοινωνία και οικονομία.

Ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας ανέρχεται σε 10.432.481 άτομα, γεγονός που σημαίνει ότι κατά την τελευταία δεκαετία μειώθηκε κατά 383.805 άτομα (3,5%). Στον δημόσιο διάλογο, το δημογραφικό πρόβλημα έχει ταυτιστεί με τη γονιμότητα και το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων - θανάτων που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στη χώρα. Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας από το 2011, η Ελλάδα έχει μπει σε μια πρωτοφανή μεταπολεμικά φάση, στην οποία το φυσικό ισοζύγιο πλέον γίνεται αρνητικό (οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις), ενώ αρνητικό είναι και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, καθώς πολλοί Ελληνες -με  υψηλή μόρφωση και κατάρτιση στις περισσότερες περιπτώσεις- εγκαταλείπουν τη χώρα αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό.

Ωστόσο, η σοβαρότερη πτυχή του δημογραφικού ζητήματος είναι η μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στη χώρα, δηλαδή των Ελλήνων που δουλεύουν, παράγουν και δημιουργούν θέσεις εργασίας, αποτελώντας τον κύριο μοχλό της οικονομίας. Σύμφωνα με τις πρόσφατες έρευνες της διαΝΕΟσις (2016, 2019), που περιλαμβάνουν αποκαλυπτικές και συνάμα ανησυχητικές προβολές για την εξέλιξη του πληθυσμού της χώρας έως το 2050, ο πληθυσμός μας υπολογίζεται να κυμανθεί στα 10 εκατομμύρια σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο και στα 8,3 εκατομμύρια σύμφωνα με το πιο απαισιόδοξο. Ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός, που το 2015 άγγιζε τα 7 εκατομμύρια, σύμφωνα με τα στοιχεία θα μειωθεί σε 4,8-5,5 εκατομμύρια και ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκατομμύρια που ήταν το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια. Συνεπώς, στα μισά του 21ου αιώνα ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί περίπου κατά 800 χιλιάδες μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα και θα είναι λιγότερος από 9 εκατομμύρια, με 1 στους 3 πολίτες να είναι άνω των 65 ετών.

Για την εξέλιξη του δημογραφικού ζητήματος στην Ελλάδα μίλησε στα «Π» ο διευθυντής περιεχομένου της διαΝΕΟσις, Θοδωρής Γεωργακόπουλος, ο οποίος αναλύει τις δημογραφικές συνιστώσες που επηρεάζουν τη μεταβολή του πληθυσμού. «Οι περισσότεροι, όταν μιλάνε για το δημογραφικό, σκέφτονται μόνο τον δείκτη γονιμότητας, ο οποίος είναι λίγο παραπλανητικός. Πάρα πολύ συχνά δίνεται έμφαση στο ότι στην Ελλάδα έχουμε πολύ χαμηλό δείκτη γονιμότητας, κάτω από 1,4 παιδιά ανά γυναίκα, πράγμα το οποίο δεν είναι καινούργιο. Η Ελλάδα έχει χαμηλό δείκτη γονιμότητας, κάτω από 1,5, από τη δεκαετία του 1980». Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα ήταν στο 1,38, ένας από τους χαμηλότερους στον κόσμο, ενώ στη χώρα γεννιούνται, σύμφωνα με τα στοιχεία, λιγότερα από 100.000 παιδιά ετησίως.




Πρόσθετα μέτρα 

Για την αντιμετώπιση της μακροπρόθεσμης απειλής του δημογραφικού, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει σειρά πρωτοβουλιών-ασπίδα, με στόχο τη στήριξη της ελληνικής οικογένειας και την παρότρυνση των ζευγαριών να τεκνοποιήσουν. «Παίρνοντας μέτρα ή δίνοντας επιδόματα και επιχορηγήσεις, ξαφνικά οι Έλληνες δεν θα αρχίσουν να κάνουν περισσότερα παιδιά. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το δημογραφικό πρόβλημα δεν λύνεται μόνο με τον δείκτη γονιμότητας. Μπορεί να βελτιωθεί, αλλά όχι σε βαθμό εξωπραγματικό και ουτοπικό, που να μας κάνει μια κοινωνία γεμάτη οικογένειες με 3-4 παιδιά. Κινήσεις του τύπου ‘‘περισσότερες ώρες τα σχολεία’’ δεν πρόκειται να οδηγήσουν τα ζευγάρια στο να κάνουν παιδιά, αλλά θα βοηθήσουν τους γονείς και κυρίως τις μητέρες, που ακόμα αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας, να συνεχίσουν να μην έχουν επίπτωση στην καριέρα και τη δουλειά τους επειδή το παιδί σχόλασε και πρέπει κάποιος να το πάρει», επισημαίνει ο διευθυντής περιεχομένου της διαΝΕΟσις.

Οπως αναφέρει, τέτοιου τύπου μικρά μέτρα αλλάζουν μακροπρόθεσμα το κλίμα στην αγορά εργασίας. «Το στοίχημα και αυτό που κάνουν διαφορετικά χώρες όπως η Σουηδία και η Γαλλία είναι ότι τα ζευγάρια ξέρουν πως, αν πάρουν την απόφαση να κάνουν παιδί, έχουν στήριξη και δεν κινδυνεύουν να χάσουν προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης», επισημαίνει ο κ. Γεωργακόπουλος. Για το μείζον θέμα της μαζικής μετανάστευσης νέων ανθρώπων στο εξωτερικό ο πρωθυπουργός προανήγγειλε στοχευμένες πολιτικές και κίνητρα για τον επαναπατρισμό τους, ενώ όσον αφορά το πρόβλημα της έλλειψης εργατικών χεριών τάχθηκε υπέρ της αξιοποίησης των νόμιμων μεταναστών που βρίσκονται στη χώρα μας, φέρνοντας ως παράδειγμα το κύμα μεταναστών από την Αλβανία, που ήρθε στη χώρα τη δεκαετία του ‘90.

Ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος εξηγεί στα «Π» για την ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία και την αγορά εργασίας: «Οι μετανάστες που βρίσκονται στη χώρα είναι λίγες δεκάδες χιλιάδες, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι εγκλωβισμένοι στη χώρα και θέλουν να φύγουν και να πάνε σε κάποια άλλη. Οι πολιτικές ένταξης γι’ αυτούς τους πληθυσμούς είναι απαραίτητες για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους, αλλά δεν θα λύσουν το δημογραφικό μας πρόβλημα. Είναι πολύ μικρά τα νούμερα και, αν αυτοί οι άνθρωποι μείνουν εδώ και κάνουν τις οικογένειές τους, δεν θα έχουμε μια μεγάλη διαφορά, αντίστοιχη με αυτή που προκάλεσαν οι μετανάστες της δεκαετίας του 1990».

Για το θέμα της σημαντικής μείωσης των οικονομικά ενεργών πολιτών στη χώρα ο κ. Γεωργακόπουλος σημειώνει: «Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα, πρέπει ναεκμεταλλευτούμε τις δεξαμενές ανθρώπινου δυναμικού. Λέμε ότι μειώνονται οι οικονομικά ενεργοί πολίτες λόγω του δημογραφικού, αλλά ταυτόχρονα έχουμε τη χαμηλότερη συμμετοχή γυναικών στην αγορά εργασίας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εχουμε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νέων εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της αγοράς εργασίας. Αυτές οι δεξαμενές είναι απαραίτητες και πρέπει να τις εκμεταλλευτούμε ούτως ή άλλως, αλλά μπορούν να βοηθήσουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα στην κάλυψη του κενού που προκαλεί το δημογραφικό. Από την εμπειρία στις σκανδιναβικές χώρες και στη Γαλλία, όπου παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα για να στηρίξουν τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, υπάρχει και το αποτέλεσμα ότι αυξάνεται ο δείκτης γονιμότητας.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 23/7