Ξεκινά σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καρδίτσας η δίκη για την άγρια δολοφονία της 28χρονης Κωνσταντίνας Τσάπα και του 29χρονου αδελφού της Γιώργου στις 5 Απριλίου 2021 στη Μακρινίτσα από τον 32χρονο εν διαστάσει σύζυγό της.

Στο εδώλιο θα καθίσει, ο οποίος βρίσκεται προφυλακισμένος στην ψυχιατρική πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού και κατηγορείται για ανθρωποκτονία από πρόθεση με δόλο και κατά συρροή, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, καθώς και για ενδοοικογενειακή βία-σωματική βλάβη κατά συρροή.


«Δεν θέλω ούτε να τον δω, ούτε να ξέρω πως υπάρχει»

Βαθιά συγκλονισμένος, ο Απόστολος Τσάπας, πατέρας των θυμάτων, μίλησε στο iefimerida.gr, λέγοντας: «Σήμερα, θα έρθω αντιμέτωπος με τον δολοφόνο των παιδιών μου.

Αυτόν που μου στέρησε το φως και τον ήλιο. Που από πατέρα με έκανε άκληρο μέσα σε λίγα λεπτά. Δε θέλω να τον δω, δε θέλω να ξέρω πως υπάρχει».

Ο κ. Τσάπας θυμάται ξανά εκείνες τις δραματικές, εφιαλτικές στιγμές που ο πρώην γαμπρός του όρμησε στο σπίτι σκορπώντας το θάνατο. Ο ίδιος είχε φυγαδεύσει στον πρώτο όροφο το εγγόνι του για να το προστατεύσει.

«Την ώρα που αγκάλιαζα το δικό του παιδί, το παρηγορούσα και το φρόντιζα γιατί έτρεμε, εκείνος σκότωνε τα δικά μου παιδιά. Τον Γιώργο και την Κωνσταντίνα που ήταν όλη μου η ζωή», αφηγείται με όση δύναμη του έχει απομείνει.


Τα απειλητικά μηνύματα και το μένος για εκδίκηση

Υπενθυμίζεται ότι ο 32χρονος είχε εισβάλει στο σπίτι της εν διαστάσει συζύγου του, κρατώντας μαχαίρι κουζίνας με λάμα 25 εκατοστών, στην περιοχή Αγ. Τριάδα Μακρινίτσας.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, φέρεται να έσπασε τα τζάμια της εξώπορτας, να έβαλε το χέρι του εσωτερικά και να ξεκλείδωσε την πόρτα.

Η 52χρονη μητέρα της άτυχης Κωνσταντίνας Τσάπα, που βρισκόταν εκείνη την ώρα στην είσοδο, έβαλε τις φωνές.

Ο δράστης την τραυμάτισε στο πρόσωπο και στα μπράτσα και στη συνέχεια επιτέθηκε στην 28χρονη εν διαστάσει σύζυγό του, την οποία μαχαίρωσε στην καρδιά και στον λαιμό.

Εξερχόμενος, στη συνέχεια, του σπιτιού, φέρεται να συνάντησε στην αυλή τον 29χρονο αδερφό της Γιώργο, ο οποίος δέχτηκε και αυτός μαχαιριές στην καρδιά και την κοιλιά και ξεψύχησε λίγη ώρα αργότερα.

Η εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου ανέφερε πως ο δράστης είχε πλήρη καταλογισμό των πράξεων του και βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.

Φέρεται μάλιστα να μετέβη στη Μακρινίτσα για να εκδικηθεί, διότι ήθελαν να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική δομή, ενώ έστελνε απειλητικά μηνύματα στην Κωνσταντίνα, κάθε φορά που είχε ραντεβού με τον ψυχίατρό του.


Σοκ από την ανάγνωση των ψυχιατρικών πραγματογνωμοσυνών

Όπως προκύπτει, ο δράστης του διπλού φονικού έχρηζε νοσηλείας σε ψυχιατρική κλινική καιρό πριν διαπράξει το στυγερό έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο τον Απρίλιο του 2021.

Οι ειδικοί γιατροί- ψυχίατροι που εξέτασαν τον 31χρονο, τα πορίσματα των οποίων περιλαμβάνονται στη δικογραφία, κάνουν λόγο για ολιγωρία στην εκτέλεση της ακούσιας νοσηλείας του που μοιραία οδήγησε στο τραγικό αποτέλεσμα.

Παρά τη βαριά ψυχική υγεία του δράστη, πάντως, είναι ενδεικτικό ότι οι γιατροί αποφαίνονται στα συμπεράσματά τους ότι «δεν είχε σε καμία περίπτωση ακαταλόγιστο των πράξεων του».


«Επικίνδυνος» ο δράστης

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη που συντάχθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 2021 από ειδικό Ψυχίατρο- Ψυχοθεραπευτή, ο οποίος εξέτασε επανειλημμένως τον 31χρονο στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού.

Ο ειδικός καταλήγει στην εκτίμηση ότι ο δράστης κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, έπασχε και πάσχει ακόμη, από νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών λόγω συγκεκριμένης ψυχιατρικής νόσου που κατονομάζεται. Η νόσος δεν είχε αντιμετωπιστεί ορθά στο παρελθόν και γι’ αυτό είχε επηρεασμένη την ικανότητα να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεών του σε μεγάλο βαθμό και να ενεργήσει αναλόγως».

Ωστόσο, «δεν την είχε απωλέσει πλήρως». Μάλιστα, ο ειδικός επιστήμονας δεν παραλείπει να σχολιάσει ότι «υπήρξε ολιγωρία στην εκτέλεση της ακούσιας νοσηλείας, καθώς ο ασθενής θα έπρεπε να είχε νοσηλευτεί πολύ νωρίτερα, λόγω της ψυχοπαθολογίας που εμφάνιζε».

Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει και η ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη.

Συμπεραίνει ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν κατά τον χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης «σε κατάσταση νοσηράς διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών». Εξαιτίας αυτής είχε μειωμένη τουλάχιστον μέτριο βαθμό την ικανότητα να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.

«Δεν είχε όμως σε καμία περίπτωση ακαταλόγιστο των πράξεών του», αποφαίνεται ο συντάκτης του πορίσματος κάνοντας και αυτός λόγο για ολιγωρία στην αντιμετώπιση του δράστη: «Στην περίπτωσή του υπήρξε –δυστυχώς- καθυστέρηση στην όλη αντιμετώπιση του ανωτέρω επικίνδυνου ανθρώπου και τα αποτελέσματα ήταν τραγικά».