«Πρέπει να γίνει μια επανεκτίμηση των ιατροδικαστικών εκθέσεων και να αναθεωρηθεί η ερμηνεία σύμφωνα με τα νέα δεδομένα γιατί τώρα έχουμε ένα έγκλημα διαπιστωμένο επομένως πρέπει να το δούμε», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή «Κεντρικό Μαγκαζίνο» με την δημοσιογράφο Ανδριάνα Ζαρακέλη, η πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Πάτρας, αντιπρόεδρος Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, Άννα Μαστοράκου, αναφορικά με το θάνατο των άλλων δύο παιδιών.

Ερωτηθείσα αν μπορεί η σπιτονοικοκυρά της κ. Πισπιρίγκου να λάμβανε κεταμίνη, η κ. Μαστοράκου διευκρίνισε: «Η κεταμίνη εμπεριέχεται σε κάποια φάρμακα νευροληπτικά και αντικαταθλιπτικά, δεν αποτελεί κάτι παράδοξο να υπάρχει μια τέτοια αγωγή βέβαια αυτό που πρέπει να γίνει είναι ότι πρέπει να γίνει μια έρευνα στο σύστημα ηλεκτρονικής συναταγογράφησης γιατί όλα καταγράφονται και να δουν εάν υπήρχε κεταμίνη. Βέβαια θα πρέπει να γίνει και μια συσχέτιση με τη δοσολογία που βρέθηκε στο σώμα της Τζωρτζίνας γιατί τα φάρμακα αυτά συνήθως είναι ή νοσοκομειακά και εννοείται ότι χρησιμοποιούνται από τη ΜΕΘ των νοσοκομείων και των αναισθησιολογικών τμημάτων για την αναισθησία και είναι ναρκωτικές ουσίες καλά φυλασσόμενες».

«Ήμουνα σίγουρη ότι ο διοικητής του νοσοκομείου θα έβγαζε τέτοια ανακοίνωση γιατί πάντοτε στο νοσοκομείο δεν υπάρχουν αυτά τα φάρμακα στις νοσηλείες των κλινικών υπάρχουν μόνο σε κάποια συγκεκριμένα τμήματα και είναι πάρα πολύ ελεγχόμενη η διαδικασία, φυλασσόμενη, με κλειδιά, με υπογραφές και καταγραφές. Αυτό είναι το ένα σκέλος , το δεύτερο σκέλος όμως είναι ότι πρέπει να συσχετίσουμε επειδή η δόση που πήρε η Τζωρτζίνα ήταν θανατηφόρα, είναι ιδιαίτερα τοξική να αντιστοιχίσουμε τις ποσότητες και φυσικά τον τρόπο χορήγησης γιατί και εδώ είναι ένα ερωτηματικό», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Η κεταμίνη είναι ένα φάρμακο που έχει πολλές εναλλακτικές μπορεί να δοθεί ενδοφλέβια, ενδομυϊκά, από το στόμα ως εισπνοή σε κάποιο πανάκι, θα πρέπει να δοθεί και μια απάντηση στο πως πιστεύει κανείς επιστημονικά ότι χορηγήθηκε αυτή η ουσία για να έχει τόσο μεγάλα τοξικά και θανατηφόρα επίπεδα στο σώμα του παιδιού. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι χορηγήθηκε ενδοφλεβίως για να έχει τόσο μεγάλη ποσότητα. Αν ανευρεθούν στο περιβάλλον κάποια χάπια κεταμίνης πρέπει να γίνει αντιστοίχιση γιατί για να βγει αυτή η δόση πρέπει να γίνει μελέτη για να δούμε αν πραγματικά αντιστοιχεί η δόση που βρέθηκε στο κορμί του άτυχου παιδιού με αυτά που θα μπορούσαν να βρεθούν από κάποια άλλα πηγή», διευκρίνισε η ίδια.

Αναφορικά με το θάνατο των άλλων δύο παιδιών, η κ. Μαστοράκου τοποθετήθηκε λέγοντας: «Πρέπει να γίνει μια επανεκτίμηση των ιατροδικαστικών εκθέσεων και να αναθεωρηθεί η ερμηνεία σύμφωνα με τα νέα δεδομένα γιατί τώρα έχουμε ένα έγκλημα διαπιστωμένο επομένως πρέπει να το δούμε. Να θυμηθούμε ότι άλλη διάπλαση είχαν τα άλλα παιδιά και άλλη η Τζωρτζίνα επομένως εδώ φαίνεται ότι αναπτύχθηκε κάτι άλλο. Και αυτό το λεω γιατί στο Καραμανδάνειο νοσοκομείο υπήρξε το εξής συμβάν, γενικά επειδή υπήρχε μεγάλη φροντίδα από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό πάνω στο παιδί, περνούσαν δηλαδή κάθε μια ώρα και μάλιστα πέρασε γιατρός μισή ώρα πριν συμβεί το συμβάν της ανακοπής της Τζωρτζίνας».

«Επειδή ήταν μεγάλο παιδί δεν ακούστηκε κάτι από το δωμάτιο οπότε ήταν σαφές από την αρχή ότι κάτι πολύ ιδιαίτερο συνέβη εκεί το οποίο σαφώς δεν μπορούσε να εντοπιστεί . Έγιναν οι βασικές τοξικολογικές αναλύσεις γιατί τέθηκε υποψία αλλά δυστυχώς στο βασικό τοξικολογικό έλεγχο δεν υπήρχε καμία ανίχνευση ουσίας σε εκείνη τη χρονική φάση. Επομένως εκεί είναι σαφές ότι κάτι άλλο υπήρχε το οποίο είχαμε και την ευτυχία να το βρούμε γιατί πραγματικά υπήρχε μεγάλη ανησυχία ότι δεν θα βρεθεί ποτέ», διευκρίνισε η πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Πάτρας.

Αναφορικά με το ρόλο του πατέρα, είπε: «Υπάρχει πράγματι μια συμπεριφορά η οποία μας παραξενεύει. Ένα μόνο θα σας πω όταν ζητήθηκε από τους γιατρούς να δεχτεί η μητέρα ψυχολογική υποστήριξη γιατί βλέπαν μια προσωπικότητα η οποία ήταν απόμακρη, ψυχρή εν πάση περιπτώσει θεώρησαν ότι υπάρχει ένα μεγάλο ψυχολογικό φορτίο, καταλαβαίνετε ότι μια χαροκαμένη μάνα η πρώτη σκέψη είναι ότι η γυναίκα αυτή δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Όταν λοιπόν ζητήθηκε από τους γιατρούς και από το Χαμόγελο του παιδιού να αναλάβουν τη μαμά το ζευγάρι ήρθε και διαμήνυσε στους γιατρούς ότι δεν θα πρέπει να ασχοληθούν με το ψυχολογικό κομμάτι μόνο με το ιατρικό».

«Αυτό δημιουργεί ένα ερώτημα γιατί αυτή η συμπεριφορά που βλέπανε οι γιατροί στα νοσοκομεία ίσως να ήταν έκδηλη και στο σπίτι από ανθρώπους που καθημερινά βιώνανε την προσωπικότητα της συγκεκριμένης μάνας. Επομένως εκεί τίθεται ένα ερώτημα γιατί κάτι που ήταν ορατό στο νοσοκομείο δεν ήταν ορατό στο σπίτι;», διερωτήθηκε κλείνοντας.