Η λύση που θα ικανοποιούσε θα ήταν να χρειαστεί τέταρτη δόση, αλλά αυτή η τέταρτη δόση να είναι στον χρόνο, µε -όπως κάνουµε στον εµβολιασµό της γρίπης- µία δόση. ∆ηλαδή, να θεωρηθούν οι τρεις δόσεις που κάνουµε τώρα ως ο βασικός εµβολιασµός και να γίνει µία δόση στον χρόνο, ως επαναληπτικός».

Αυτό υπογράµµισε την περασµένη ∆ευτέρα η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εµβολιασµών, οµότιµη καθηγήτρια Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Μαρία Θεοδωρίδου.

Κι ενώ τα ερωτήµατα σχετικά µε το ενδεχόµενο να χρειαστεί πιο νωρίς η χορήγηση τέταρτης δόσης του εµβολίου κατά του νέου κοροναϊού, καθώς και σχετικά µε τις κατηγορίες του πληθυσµού τις οποίες θα αφορά αυτή η τέταρτη δόση έχουν ήδη τεθεί στον διεθνή δηµόσιο διάλογο, όλες οι σχετικές απαντήσεις παραµένουν, εν πολλοίς, ανοιχτές.

Μάλιστα, ακόµα και ο ίδιος ο γενικός γραµµατέας Πρωτοβάθµιας Φροντίδας Υγείας, Μάριος Θεµιστοκλέους, δήλωσε πριν από µία εβδοµάδα ότι αναµένονται και στη χώρα µας οι σχετικές ανακοινώσεις εκ µέρους της Εθνικής Επιτροπής Εµβολιασµών: «∆εν υπάρχει καµία συζήτηση για τέταρτη δόση στον γενικό πληθυσµό.

Το µοναδικό που εξετάζεται, και αναµένονται ανακοινώσεις, είναι αυτή να χορηγηθεί στους ανοσοκατεσταλµένους». Ηδη, στη Βρετανία, στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ έχει προχωρήσει πολύ η συζήτηση για την ενδεχόµενη αναγκαιότητα να χορηγηθεί τέταρτη δόση του εµβολίου στους ανοσοκατεσταλµένους ασθενείς, υπογραµµίζει σήµερα µε νόηµα στα «Π» ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του London School of Economics and Political Science (LSE) και εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισµούς για τα θέµατα του νέου κορονοϊού, Ηλίας Μόσιαλος. Αναφέρει συγκεκριµένα ο κ. Μόσιαλος στα «Π»: «Οσοι δεν έχουν εµβολιαστεί να το κάνουν εδώ και τώρα. Οσοι έχουν κάνει τις δύο δόσεις να κάνουν και την τρίτη, και πρώτα και κύρια όσοι ανήκουν σε ευάλωτες οµάδες. Ειδικά δε στις ευάλωτες οµάδες είναι πιθανόν να γίνει και τέταρτη δόση σύντοµα, ειδικά σε ανοσοκατεσταλµένους. Ηδη, σε Αγγλία, Ισραήλ και ΗΠΑ έχουν ανοίξει αυτήν τη συζήτηση».

Στο ίδιο µήκος κύµατος ο επίκουρος καθηγητής Επιδηµιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και µέλος της Επιτροπής Εµπειρογνωµόνων του υπουργείου Υγείας, Γκίκας Μαγιορκίνης, ο οποίος υποστηρίζει στα «Π»: «Τη δυνατότητα να χορηγήσουν στους ασθενείς τους, ανάλογα µε το ιατρικό ιστορικό αυτών, την τέταρτη δόση του εµβολίου κατά του νέου κορονοϊού πρέπει να διαθέτουν όλοι οι θεράποντες ιατροί της χώρας µας».

Ο κ. Μαγιορκίνης τονίζει επίσης σχετικά: «Νοµίζω ότι οι ειδικές κατηγορίες ασθενών θα πρέπει να έχουν µεγαλύτερη ευελιξία ως προς τις επαναληπτικές δόσεις του εµβολίου κατά του νέου κοροναϊού».

Από τη δική της πλευρά, η καθηγήτρια Παιδιατρικής Παθολογίας Λοιµώξεων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και µέλος της Επιτροπής Εµπειρογνωµόνων του υπουργείου Υγείας, Βάνα Παπαευαγγέλου, είχε τοποθετηθεί την Πέµπτη 9 ∆εκεµβρίου ως εξής στο ίδιο θέµα: «Η µόνη οµάδα στην οποία θα µπορούσαµε να συζητήσουµε για τέταρτη δόση είναι η πολύ βαριά ανοσοκαταστολή, δηλαδή οι µεταµοσχευµένοι, οι άνθρωποι που είναι υπό χηµειοθεραπεία, που βέβαια αυτοί είναι άνθρωποι οι οποίοι ξέρουµε ότι δεν απαντάνε καλά. ∆εν έχει ωριµάσει κάποια τέτοια σκέψη. Είναι λίγο νωρίς ακόµη».

Τι λένε οι ασθενείς

Από τη δική του πλευρά, ο πρόεδρος της Ενωσης Ασθενών Ελλάδας (ΕΑΕ), Νίκος ∆έδες, τονίζει, µεταξύ άλλων, στα «Π»: «Ο SARS-CoV-2 είναι ευκίνητος εχθρός, που παίζει “κρυφτούλι”, µε µεταλλάξεις, που αλλάζουν τη βαρύτητα της νόσησης και τη µεταδοτικότητα, απαιτώντας αντίστοιχη νοητική ευκινησία και προσαρµοστικότητα.

Ο κοινός νους υπαγορεύει σύνεση, προφύλαξη του εαυτού µας και των γύρω µας και σεβασµό στα µέτρα προφύλαξης που προτείνουν οι ειδικοί και υιοθετεί η Πολιτεία. Η τέταρτη δόση είναι το επόµενο σίγουρο όπλο, αλλά δεν υπάρχει λόγος να µας απασχολεί πριν ξεκαθαρίσει το τάιµινγκ της αναγκαιότητάς της».

Επίσης, ο κ. ∆έδες υπογραµµίζει: «Ολοι οι πολίτες να προτρέπουµε φίλους και γνωστούς για την τρίτη δόση και να προσφέρουµε στήριξη σε όποιον έχει επιφυλάξεις προς τα εµβόλια. Η νόσος COVID-19 είναι βλαπτική για όποιον την περάσει, µε πολλαπλάσια απροσδιοριστία και ανησυχία για τις χρόνιες επιπτώσεις της, έναντι εκείνων των εµβολίων».