Μια τρίτη δόση εμβολίου, η οποία ενδεχομένως να είναι ικανή να αντιμετωπίσει και νέες παραλλαγές του κοροναϊού εκτιμούν πολλοί ότι υπάρχει ανάγκη να κάνουν οι πολίτες προκειμένου να θωρακιστεί περισσότερο το ζήτημα της ανοσίας.

Ωστόσο, οι ειδικοί αναλύοντας τα επιδημιολογικά δεδομένα δίνουν τις δικές τους απαντήσεις πάνω στη συζήτηση της ανάγκης της τρίτης δόσης εμβολίων σημειώνοντας ότι δεν αποτελεί ανάγκη για όλους, αλλά για όσους μόνο βρίσκονται σε όσους δεν μπορούν να αναπτύξουν ανοσία.

 Επαναληπτική χορήτηση

Στην επίσημη ατζέντα διαφόρων κρατών για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19 έχει συμπεριληφθεί ο εμβολιασμός με τρίτη δόση κατά του νέου κοροναϊού. Χώρες όπως η Βρετανία και η Γερμανία έχουν ανακοινώσει πως η επαναληπτική χορήγηση θα ενισχύσει την ανοσοαπόκριση κατά του ιού, δεδομένης της ανησυχίας που συνοδεύουν οι συνεχείς παραλλαγές του ιού όπως η πλέον μεταδοτική Δέλτα (ινδική) αλλά και τα ερωτηματικά σχετικά με τη διάρκεια της ανοσίας κατόπιν των δύο δόσεων για σκευάσματα όπως των Pfizer/BioNTech, Moderna και AstraZeneca που χρησιμοποιούνται και στη χώρα μας.

 Μέχρι σήμερα, οι έρευνες για τη διάρκεια της ανοσίας κατά της νόσου του κοροναϊού SARS-CoV-2 έχουν καταλήξει σε ενθαρρυντικά συμπεράσματα, εστιάζοντας στον ρόλο των Β και Τ λεμφοκυττάρων, δύο τύποι λευκών αιμοσφαιρίων που αναλαμβάνουν αντίστοιχα την παραγωγή αντισωμάτων και την ευθεία καταπολέμηση των παθογόνων εισβολέων στον οργανισμό ή την ενίσχυση των πρώτων στην ανοσολογική απόκριση.

 Ανάπτυξη ανοσίας

Έτσι, μολονότι τα ποσοστά των αντισωμάτων που αποτελούν τους μαχητές πρώτης γραμμής -εμποδίζουν τον ιό να εισέλθει και αναπαραχθεί μέσα στα κύτταρα του οργανισμού- μπορούν να μετρηθούν εύκολα με μια απλή αιματολογική εξέταση, δεν υπάρχει μια σταθερά ως προς τη συνήθη αντισωματική προστασία πρέπει να έχει κανείς μετά το εμβόλιο ή τη νόσηση. Κάποιοι μπορεί να αναπτύσσουν ανοσία με διάρκεια έως και επτά μηνών ενώ άλλοι χαμηλότατα επίπεδα αντισωμάτων μετά την τεχνητή ή φυσική ανοσία.

 Το ανοσολογικό προφίλ κάποιου, εκτιμούν οι ειδικοί αλλά και ερευνητές πρόσφατης προδημοσιευμένης μελέτης, μπορεί να αποτυπωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια από τη συνεκτίμηση αντισωμάτων και Β και Τ λεμφοκυττάρων. Ενδεικτικά, ακόμη και αν ο αριθμός αντισωμάτων υποχωρήσει σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα, ερευνητικά δεδομένα έχουν δείξει ότι τα Β-λεμφοκύτταρα μνήμης παραμένουν, επιτρέποντας γρήγορη παραγωγή νέων αντισωμάτων σε περίπτωση επαναμόλυνσης, ενώ τα Τ-λεμφοκύτταρα κατά της COVID-19 ανιχνεύονται έως και έξι μήνες από τη λοίμωξη.

 Όπως συνοψίζει η Δρ Sheena Cruickshank, Καθηγήτρια του Τμήματος Βιοϊατρικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, δεν προκύπτει ανάγκη μιας τρίτης δόσης εμβολίου από τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα δεδομένα, παρά μόνο για τους ηλικιωμένους που έχουν πιο ασθενές ανοσοποιητικό σύστημα.

 Πόσο αποτελεσματικά είναι τα εμβόλια

 Τέσσερα στελέχη αυξημένης ανησυχίας χάρη στην αυξημένη τους μεταδοτικότητα έχουν προκύψει από την προσπάθεια του κοροναϊού να επιβιώσει, οι παραλλαγές Άλφα (βρετανική), Βήτα (νοτιοαφρικανική), Γάμμα (βραζιλιάνικη) και Δέλτα (ινδική), με την τελευταία να εκτιμάται ως η υπεύθυνη του τέταρτου επιδημικού κύματος.

 Δεδομένα από προδημοσιευμένες κυρίως μελέτες υποστηρίζουν πως τα διαθέσιμα εμβόλια είναι πράγματι αποτελεσματικά κατά των παραλλαγών, επομένως δεν τίθεται λόγος ανησυχίας και αγοράς επιπλέον εμβολίων για τρίτη δόση. Όπως επισημαίνει η Δρ Cruickshank, το πρόβλημα είναι ο ανεμβολίαστος πληθυσμός, ιδίως όταν σε αναπτυσσόμενες και φτωχές χώρες η εμβολιαστική κάλυψη των ενηλίκων δεν υπερβαίνει το 1%.

 Αντίστοιχη θέση με της καθηγήτριας εξέφρασε και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) μέσω του γενικού διευθυντή το Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, ο οποίος έψεξε τις χώρες που εφοδιάζονται με επιπλέον εμβόλια ενώ «το παγκόσμιο χάσμα όσον αφορά τον εφοδιασμό με εμβόλια είναι πάρα πολύ ανομοιόμορφο και άνισο», με αποτέλεσμα ευπαθείς ομάδες να είναι εκτεθειμένες στην επικίνδυνη παραλλαγή Δέλτα.

 Δεν είναι τυχαίο, εξηγεί η Δρ Cruickshank, ότι τα μεταλλαγμένα στελέχη αυξημένου ενδιαφέροντος εντοπίστηκαν σε περιοχής εκτεταμένης διασποράς. Κατά συνέπεια, «μέχρι να πετύχουμε υψηλή εμβολιαστική κάλυψη σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν μπορούμε να ελπίζουμε πραγματικά ότι θα ξεφύγουμε από αυτήν την πανδημία», καταλήγει.