Με μυστηριώδη τρόπο ξετυλίγεται η προσωπικότητα του ανθρώπου που σύμφωνα με τις Αρχές, είναι αυτός που έκανε την κλοπή των πινάκων μεταξύ των οποίων και ο πίνακας του Πικάσο, από την Εθνική Πινακοθήκη.

Ένας 49χρονος οικοδόμος – ελαιοχρωματιστής, οργάνωσε και έκανε την κλοπή του αιώνα. Δηλώνει ότι είναι λάτρης της Τέχνης, με τον δικό του τρόπο φυσικά, κι ότι όλα τα οργάνωσε και τα εκτέλεσε μόνος του.

 Μυστήριο γύρω από τον δράστη

Σύμφωνα με το MEGA, υπάρχει ωστόσο «πέπλο μυστηρίου» γύρω από τον δράστη, ο οποίος δήλωσε ότι «το έκανε από την αγάπη του για την τέχνη» και πως δεν είχε πρόθεση να πουλήσει τους πίνακες.

 Ο 49χρονος ασχολείται με οικοδομές, ως ελαιοχρωματιστής. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο άνθρωπος αυτός για τους γείτονές του στο Πόρτο Ράφτη είναι ένα «μυστήριο».


 Φέρεται να έμενε εκεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, ωστόσο είχε εξαφανιστεί για κάποιους μήνες. «Μας έλεγε ότι ζούσε στο Λονδίνο και στο Άμστερνταμ και ότι ανά δύο μήνες ερχόταν εδώ» αναφέρουν γείτονες.

 Σύμφωνα με τις ίδιες μαρτυρίες που επικαλείται το MEGA, ο 49χρονος δήλωνε πρώην ελαιοχρωματιστής και ότι έχει άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό.

 Στο συγκεκριμένο σπίτι στο Πόρτο Ράφτη, φέρεται να ζει με τη σύντροφό του και την οικογένειά της. Μάλιστα, βρίσκεται σε απόσταση 16 χλμ. από το σημείο που βρέθηκαν οι πίνακες στην Κερατέα, δηλαδή περίπου ένα τέταρτο με το αυτοκίνητο.

 Όπως αναφέρει η ίδια πηγή, θα μπορούσε εύκολα να φτάσει στο σημείο καθώς στην περιοχή δεν υπάρχουν κάμερες να καταγράψουν τις κινήσεις του.

  «Δεν προκύπτουν στοιχεία για συνεργό»

Σύμφωνα με τον αστυνομικό συντάκτη του MEGA, Βασίλη Λαμπρόπουλο, ο δράστης φέρεται ότι τα έχει κάνει όλα μόνος του. Η αστυνομία είχε κάνει σαρώσεις κλήσεων στην περιοχή μήπως προκύψουν κάποιες κλήσεις με συνεργό, χωρίς όμως να βρεθεί κάτι που να συνδέει τον φυσικό αυτουργό με κάποιον συνεργό/τσιλιαδόρο.

 Μάλιστα, όπως αναφέρεται, στο σχετικό διαβιβαστικό της κλοπής το 2012, είχαν βρεθεί 12 δείγματα DNA και το κοπίδι που του είχε πέσει. Η ΕΛ.ΑΣ ισχυρίζεται ότι είναι αυτός ο δράστης διότι είπε στις αρχές κάποιες λεπτομέρειες για το πώς κινήθηκε, που δεν είχαν δημοσιοποιηθεί και τις ήξεραν μόνο οι αστυνομικοί που είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση.

 Επιπλέον, σημειώνεται πως αυτή η υπόθεση αποδεικνύει γιατί η αστυνομία δεν είχε φτάσει στην εξιχνίασή της τόσα χρόνια.


 Αναζητούσαν σεσημασμένους

Οι αρχές, σύμφωνα με τον Βασίλη Λαμπρόπουλο, «έψαχναν από ένα επίπεδο και πάνω (σεσημασμένους, διακινητές έργων τέχνης, κυκλώματα κ.λπ.). Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι επρόκειτο για έναν ανώνυμο διαρρήκτη που δεν είχε κινηθεί σε ανώτερο επίπεδο έργων τέχνης».

 Τέλος, υπογραμμίζεται ότι ζούσε για 15 χρόνια στην Αγγλία ενώ έκανε ταξίδια στην Ολλανδία. Κανείς όμως, δεν τον ήξερε (πχ. από τους γκαλερίστες). «Ήταν απολύτως άγνωστος», σύμφωνα με τον αστυνομικό συντάκτη του σταθμού.

  «Έτσι έκλεψα τον πίνακα» – Η απολογία του δράστη

Λεπτομερή περιγραφή της κλοπής των πινάκων από την Εθνική Πινακοθήκη έδωσε στην προανακριτική του απολογία ο 49χρονος δράστης της «ληστείας του αιώνα», όπως έχει χαρακτηριστεί.

 «Θέλω να σας πω κάτι ακόμα που έκανα πριν από πολλά χρόνια και το έχω βάρος στην συνείδηση μου και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το 2012 είχα μπει στην Εθνική Πινακοθήκη και είχα πάρει 3 πίνακες. Θα σας πω τα πάντα με όσες λεπτομέρειες θυμάμαι.

 Ζητώ μόνο την κατανόηση σας γιατί έχουν περάσει περίπου 9,5 χρόνια έχω ήδη υποστεί ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Σκοπός μου είναι να συνεργαστώ απόλυτα με τις αρμόδιες αρχές ώστε να ανακτηθούν πλήρως οι πίνακες. Έχω μετανιώσει πάρα πολύ για την πράξη μου. Από πάντα με ενδιέφεραν τα έργα τέχνης…

 Έκανα συνεχείς επισκέψεις στην Εθνική Πινακοθήκη και απέκτησα οικειότητα με τα έργα και τον χώρο, ώσπου πίστεψα ότι ένα από αυτά μπορεί να γίνει δικό μου. Αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν 2 χρόνια περίπου και με οδήγησαν να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου.

 Για περίπου 6 μήνες πριν από την κλοπή έκανα πολλές επισκέψεις […] Λόγω της ενασχόλησης μου με τις οικοδομές γνώριζα τα οικοδομικά υλικά και μπορούσα να καταλάβω που υπήρχε τσιμεντένιος τοίχος και πού γυψοσανίδα.

 Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες […]

 Παρακολουθούσε τα πάντα

Επίσης το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες.

 Μπορεί να το είχα κάνει και πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο 6μηνο πριν από την κλοπή. Έτσι κατάφερα και απέκτησα πάρα πολύ καλή γνώση των συστημάτων ασφαλείας.

 Ήξερα όλες τις συνήθειες των φυλάκων, πότε άλλαζαν βάρδια, ποιος κάπνιζε ποιος έβγαινε στον κήπο […] Ήξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός.

Έτσι, αποφάσισα να κάνω την κλοπή. Δεν είχα αποφασίσει ποιο έργο θα έπαιρνα αλλά μόνο ότι ήθελα να πάρω κάποιο.

 Πήγα στο Μοναστηράκι, αγόρασα μαύρες αρβύλες, υφασμάτινα γάντια, μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο μπλουζάκι, μια μαύρη κουκούλα που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και ένα μαύρο σάκο […] Από τα οικοδομικά μου εργαλεία χρησιμοποίησα ένα σφυρί, ένα σιδερένιο καλέμι και ένα κοπίδι.

 Η επιλογή της ημέρας της κλοπής ήταν τυχαία.»

 Ο δράστης ανέφερε ότι έμενε στο σπίτι θείου του και στη συνέχεια περιγράφει τη διαδρομή: πήρε τρένο, μετρό και κατέβηκε στον Ευαγγελισμό…

 «Μπήκα στο πάρκο και πήγα σε μια ξύλινη αποθήκη που ήταν εκεί μπήκα και άλλαξα τα ρούχα μου και κατά τις 9 το βράδυ βγήκα και πήγα προς την πινακοθήκη…»

 Περιέγραψε ότι πήδηξε μάντρες και ταράτσα με βάση τις λεπτομέρειες που είχε καταγράψει.



 Ανέβηκα στο τοιχίο

«Με τα χέρια μου προσπάθησα να ανοίξω τα φύλλα της μπαλκονόπορτας. Στην δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια κατάλαβα ότι οι μπαλκονόπορτες ήταν ανασφάλιστες και θα άνοιγαν αν τραβούσαν πιο δυνατά.

 Μόλις κουνήθηκε λίγο η μπαλκονόπορτα ακούστηκε ένα μπιπ το οποίο κατάλαβα ότι θα καλούσε το φύλακα. Ήξερα ότι εκείνη την ώρα ήταν μόνο ένας φύλακας. Έτσι, ξαναένωσα τα δυο φύλλα που είχαν ανοίξει περίπου δυο εκατοστά και πήγα στο παράθυρο. Έβγαλα το σφυρί, έσπασα το τζάμι δημιουργώντας μια τρύπα γνωρίζοντας ότι έχω χρόνο να το κάνω αφού ήξερα πόσο χρόνο χρειάζεται ο φύλακας για να έρθει. Μετά από λίγο άκουσα και τον φύλακα να βαδίζει στο εσωτερικό.

 Αρχικά σκέφτηκα ότι δεν θα καταφέρω να περάσω στο χώρο με τα εκθέματα. Μάζεψα το σάκο, πήδηξα στο εξωτερικό τοιχίο και βγήκα στο πεζοδρόμιο της Βασιλέως Κωνσταντίνου.

 Βάδισα λίγα μέτρα προς τα κάτω και μπήκα στην αυλή πηδώντας τον τοίχο. Κάθισα σε κάτι τραπεζάκια, δίπλα σε ένα σπιτάκι και κάπνισα μερικά τσιγάρα. Τα αποτσίγαρα τα μάζεψα σε ένα σακουλάκι.

 Είκοσι λεπτά μετά ξαναγύρισα στο ίδιο σημείο. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα, η οποία ήταν όντως ξεκλείδωτη, άκουσα το μπιπ μπήκα μέσα και την ξαναέκλεισα. Στάθηκα στον εσωτερικό διάδρομο και έστησα αυτί στην γυψοσανίδα. Μετά από λίγο άκουσα το φύλακα. Έμεινε εκεί κάποια δευτερόλεπτα τον άκουσα να μουρμουρίζει κάτι. Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει αφού δεν έβλεπε την μπαλκονόπορτα.

 Τότε αποφάσισα ότι εκνευρίζοντας τον φύλακα είναι ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιήσω την κλοπή κάνοντας τον να πιστέψει ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα στις ζώνες του συναγερμού. Έτσι επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα χωρίς να μπαίνω μέσα. Νομίζω ότι τις τελευταίες φορές που ανοιγόκλεισα την μπαλκονόπορτα δεν άκουσα τον φύλακα να έρχεται. Έμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη την στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα αφήνοντας την ανοιχτή.

 Στο χώρο ήταν κάπως σκοτεινά αλλά είχε επαρκή φωτισμό ώστε να βλέπω τι κάνω. Ακούμπησα τα χέρια μου στο έδαφος εντόπισα το σημείο της ένωσης γυψοσανίδων ασκώντας πίεση άνοιξε η γυψοσανίδα και έπεσαν μικροί πίνακες που είχε πάνω της. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα έρθει. Μπήκα μπουσουλώντας στον κυρίως χώρο τράβηξα τον σάκο.

 Μπήκα μπουσουλώντας

Το μέρος που μπήκα ήταν μια αίθουσα που σχεδόν απέναντι είχε σκάλες. Πήγα περπατώντας μέχρι τις σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω μπουσουλώντας. Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου ώστε να καταλάβω αν δουλεύουν τα ραντάρ του συναγερμού.

 Επειδή δεν άκουσα κανέναν συναγερμό υπέθεσα πως ο φύλακας τον είχε απενεργοποιήσει. Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη…»

 Όπως ανέφερε, χρειάστηκε 5 με 7 λεπτά για να βγάλει τις κορνίζες γιατί δεν χωρούσαν στο σάκο. «Δεν θυμάμαι πως τις έβγαλα…»

 Πως ξέφυγε

«Έβαλα στο σάκο τους δυο πίνακες και εκείνη την ώρα άκουσα τον φύλακα να έρχεται και να φωνάζει κλέφτης- κλέφτης σταμάτα. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω καθόλου. Σηκώθηκα και χωρίς να πως τίποτα κάνοντας τρία τέσσερα βήματα χώθηκα στην τρύπα που είχα ανοίξει ανάμεσα στις γυψοσανίδες. Βγήκα στο ταρατσάκι και πέρασα στο πεζοδρόμιο.

Τη στιγμή εκείνη μου φαίνεται ότι κόπηκα από κάποια γυαλιά πήρα ένα χαρτί που είχε επάνω του ένα σχέδιο το οποίο ήταν έκθεμα σκούπισα το χέρι μου και το έβαλα στην τσέπη μου.

 Βγήκα στην Λ. Β. Κωνσταντίνου τρέχοντας άκουγα τον συναγερμό της πινακοθήκης να χτυπάει και σειρήνες περιπολικών, μπήκα στην αποθηκούλα απέναντι από το πάρκο. Οι αστυνομικοί έψαξαν το πάρκο αλλά δεν άνοιξαν την αποθήκη γιατί η πόρτα ήταν κλειστή. Βγήκα μετά από πολύ ώρα. Πήγα στη στάση του λεωφορείου».

 Όπως συμπλήρωσε ο δράστης δεν είχε πολύ αστυνομία, ρώτησε δυο κοπέλες τι συμβαίνει και τελικά επέστρεψε σπίτι με ταξί.

 Το ματωμένο σχέδιο ήταν μολύβι και το πέταξε στην λεκάνη της τουαλέτας.

 Πού έκρυψε τους πίνακες

«Τους πίνακες αρχικά τους έκρυψα σε έπιπλο της μεγάλης τουαλέτας στο σπίτι. Τα ρούχα και τα εργαλεία τα πέταξα τις επόμενες ημέρες στα σκουπίδια. Η κλοπή σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε αποκλειστικά από εμένα. Δεν υπήρχε συνεργός.

 Τους πίνακες δεν είχα σκοπό να τους πουλήσω ούτε έκανα ποτέ καμία τέτοια προσπάθειας. Εγώ βρισκόμουν μεταξύ Ελλάδας Ολλανδίας και Αγγλίας. Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκα σε μια κοπέλα που είχα σχέση στην Αγγλία ότι είχα τους πίνακες αλλά δεν έδωσε βάση στα λεγόμενα μου.»

 Κάποια στιγμή, όπως αναφέρει, πανικοβλήθηκε από δηλώσεις που είδε στον Τύπο καθώς θεώρησε ότι τον φωτογραφίζουν λέγοντας ότι πρόκειται για δράστη υπεράνω υποψίας.

 Γύρισε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 2021 για οικογενειακούς λόγους, ιδιαίτερα ψυχικά φορτισμένος και τότε τύλιξε μέσα σε πλαστικές σακούλες του πίνακες και κάποια μέρα του Μάιου τους πήρα και πήγα μόνος μου στο Πόρτο Ράφτη.

 Όπως είπε, πήγε σε ένα ρέμα και σε ένα μεγάλο και πολύ πυκνό θάμνο έκρυψε τους πίνακες .

 «Έφυγα και γύρισα μετά από μια δυο ημέρες για να ελέγξω. Πήγα στο σημείο αλλά δεν τους βρήκα. Εκείνη την στιγμή ανακουφίστηκα γιατί υπέθεσα πως κάποιος τους βρήκε οπότε θα τους παραδώσει. Την ημέρα που τους άφησα με είχε δει ένας νεαρός…

 Πως εντοπίστηκαν οι πίνακες

Σήμερα με πλησίασαν αστυνομικοί και μου ζήτησαν να τους ακολουθήσω … Προσφέρθηκα αβίαστα και με ανακούφιση να βοηθήσω.

 Πήγαμε στο σημείο που τους έδειξα. Τελικά οι πίνακες ήταν 10 μέτρα παρακάτω από το σημείο που τους έδειχνα. Όταν άκουσα τον αστυνομικό να λέει ότι βρήκαν το δέμα, κατάλαβα ότι βρέθηκαν. Ξέσπασα σε κλάματα και έπεσα στο έδαφος ευχαριστώντας τους. Τόσο μεγάλος ήταν ο καημός μου να τους επιστρέψω. Έχω μετανιώσει σκληρά. Δηλώνω την πλήρη μεταμέλεια μου. Ξέρω ότι θα τιμωρηθώ αλλά ζητώ επιείκεια».