Η δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν από τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, τον 33χρονο Χαράλαµπο Αναγνωστόπουλο, έχει σοκάρει την κοινή γνώµη κυρίως λόγω του θεάτρου που έπαιζε επί 37 ηµέρες ο κατηγορούµενος µπροστά και πίσω από τις κάµερες. Παρά την οµολογία του, ωστόσο, όπως εκτιµούν δικαστικές πηγές, η αλήθεια για το κίνητρο του στυγερού εγκλήµατος δεν έχει έρθει ακόµα στο φως. Τα κενά και τα αναπάντητα ερωτήµατα παραµένουν για τους λόγους που ο κατηγορούµενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση, τελεσθείσα σε ήρεµη ψυχική κατάσταση, έφτασε στο έγκληµα.

Ο κατηγορούµενος, παρά τις επίµονες ερωτήσεις του 12ου τακτικού ανακριτή, Παναγιώτη Παναγιώτου, και του εισαγγελέα γνωµοδοτήσεων, Αντώνη Ελευθεριάνου, γιατί δεν προσπάθησε να επαναφέρει τη σύζυγό του και να της δώσει βοήθεια αφού ό,τι συνέβη δεν ήταν προσχεδιασµένο, δεν έδωσε καµία απάντηση, επικαλούµενος το σοκ και το «θόλωµα», τα οποία ωστόσο δεν τον εµπόδισαν στη συνέχεια να σκηνοθετήσει την εισβολή διαρρηκτών στο σπίτι του.

«Σε αναμονή»

Ωστόσο, ο δικηγόρος του 33χρονου πιλότου, Αλέξανδρος Παπαϊωαννίδης, επισηµαίνει µιλώντας στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ότι «ήταν µια πολύωρη διαδικασία και άκρως εξουθενωτική σε επίπεδο ανακρίσεως. Θίχτηκαν όλα τα σηµεία µε βάση τις ερωτήσεις του κ. ανακριτή ως προς τις συνθήκες τέλεσης της άδικης πράξης. Επίσης, βρισκόµαστε σε αναµονή και σε εξέλιξη της ανακριτικής διαδικασίας, καθώς εκκρεµούν και έτερα στοιχεία αλλά και εξέταση µαρτύρων. Η θέση του κατηγορουµένου και εντολέως µου είναι συγκεκριµένη, όπως το είχε δηλώσει και προανακριτικά: είναι µια πράξη που έχει οµολογήσει, αφορά βαρύτατο αδίκηµα, χωρίς να είναι ωστόσο προµελετηµένο και προσχεδιασµένο. Ζήτησε και ζητά ταπεινά συγγνώµη και, όπως χαρακτηριστικά είπε κατά το τέλος της απολογίας του, µακάρι να γύρναγε ο χρόνος πίσω».

Σε κάθε περίπτωση, ο Χαράλαµπος Αναγνωστόπουλος αποδίδει την αποτρόπαια πράξη του στην ένταση που δηµιουργήθηκε ανάµεσα σε εκείνον και τη σύζυγό του τα ξηµερώµατα της 11ης Μαΐου 2021 στη µονοκατοικία των Γλυκών Νερών. Μία ένταση ωστόσο που δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο στοιχείο εκτός από την οµολογία του.

Η γειτόνισσα δεν άκουσε κανέναν καβγά

Η µάρτυρας-κλειδί, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσµατος, η γειτόνισσα του ζευγαριού, έχει καταθέσει ότι δεν άκουσε κανέναν καυγά ανάµεσα στο ζευγάρι. Αντίθετα, µάλιστα, παρά το γεγονός ότι τα δύο σπίτια είναι µεσοτοιχία και όλοι οι θόρυβοι ακούγονταν, η γειτόνισσα του ζευγαριού, ενώ κοιµόταν στο σαλόνι από τα µεσάνυχτα της 11ης Μαΐου, δεν άκουσε καµία φιλονικία ανάµεσά τους. Το µόνο που τάραξε τον ύπνο της και την ξύπνησε στις 4.20 τα ξηµερώµατα ήταν ένας θόρυβος. «Εγώ άκουσα το σκυλί της Καρολάιν να γαβγίζει και το γάβγισµα αυτό ήταν σαν κλάµα. Σας το λέω αυτό γιατί ασχολούµαι µε τα ζώα και µπορώ να το καταλάβω. Μετά το κλάµα του σκύλου, άκουσα κάποια βήµατα σαν κάποιος να κατεβαίνει από τη σκάλα του διπλανού σπιτιού. Επειδή ήξερα ότι στο διπλανό σπίτι έχουν ζώα, υπέθεσα πως το σκυλί µάλωσε µε τις γάτες, αυτό ξύπνησε τον Μπάµπη και κατέβηκε να ηρεµήσει τα ζώα», κατέθεσε η γειτόνισσα του ζευγαριού, µη αναφέροντας άλλον θόρυβο.

Το Smartwatch

Η Καρολάιν άλλωστε, όπως δείχνουν τα βιοµετρικά στοιχεία από το smartwatch που φορούσε, τουλάχιστον για 2,5 ώρες πριν από το έγκληµα κοιµόταν. Αυτό συµπεραίνει και η ιατροδικαστής στην κατάθεσή της αναφέροντας: «Θεωρώ ότι η καρδιακή συχνότητα από 48 έως 58, η οποία καταγράφεται 1:41 έως 3:51 της 11ης Μαΐου 2021, αντιστοιχεί σε περίοδο ύπνου. Το ίδιο θεωρώ και για την καταγραφή στις 3:58 ώρα, που οι παλµοί είναι 61 το λεπτό. Στις 4:05 οι παλµοί αυξάνονται κατά 50 τοις 100 περίπου από τους παλµούς που είχε το άτοµο εν ηρεµία στον ύπνο του. Θεωρώ ότι εκείνη τη χρονική στιγµή το άτοµο βρισκόταν σε κατάσταση πολύ ισχυρού ψυχικού ή σωµατικού στρες».

Σε κάθε περίπτωση, όπως επισηµαίνουν δικαστικές πηγές στα «Π», αλγεινή εντύπωση προκαλεί το ότι, αφενός, το πρώτο πράγµα που σκέφτηκε να κάνει µετά το έγκληµα ο 33χρονος ήταν να διαπράξει ακόµα ένα κακούργηµα, να σκοτώσει τη Ρόξι, το αγαπηµένο σκυλάκι της Καρολάιν. Κι όχι µόνο αυτό, αλλά τοποθέτησε και τη µικρή Λυδία δίπλα στο άψυχο σώµα της µητέρας της. Ο κατηγορούµενος ρωτήθηκε από τον ανακριτή γι’ αυτό, ωστόσο η απάντησή του επίσης δεν κρίθηκε επαρκής. «Τοποθέτησα το παιδί στο συγκεκριµένο σηµείο όχι γιατί η κίνησή µου θα εξυπηρετούσε σε κάτι το σκηνικό ληστείας, αλλά προκειµένου να διασφαλίσω ότι το παιδί θα ήταν ασφαλές µέχρι να έρθει η Αστυνοµία. Το παιδί ήταν εξοικειωµένο να κοιµάται σε εκείνη τη θέση, µεταξύ της µητέρας του και του λίκνου, καθώς δεν υπήρχε περιθώριο να πέσει από το κρεβάτι ούτε να κινδυνεύσει...»