«Η πρώτη σκέψη μου δεν ήταν σκέψη. Ήταν μια κατάρρευση συναισθηματική. Όσος καιρός κι αν περάσει, είναι δεδομένο ότι ένα κομμάτι από την καρδιά μου θα έχει μείνει σ’ αυτό το δωμάτιο». Με αυτά τα λόγια και με φωνή που «έσπαγε», προσπαθώντας να καταπιεί τους λυγμούς του, ο 40χρονος αρχιφύλακας Χρήστος Βαρδίκος ξεδίπλωσε μπροστά στην κάμερα της Αστυνομίας τα όσα είδε κι ένιωσε τα πρώτα λεπτά που μπήκε στη «μεζονέτα του θανάτου» στα Γλυκά Νερά, λίγη ώρα πριν απομακρύνει από το σώμα της νεκρής 20χρονης Καρολάιν το μόλις 11 μηνών μωρό της, που βρέθηκε γαντζωμένο στην πλάτη της.

Τρεις εβδομάδες μετά το στυγερό έγκλημα που εξόργισε την Ελλάδα, κι ενώ η Αστυνομία κρατά κλειστά τα χαρτιά της για την εξέλιξη των ερευνών, ο αστυνομικός της Άμεσης Δράσης, πατέρας και ο ίδιος ενός 8χρονου κοριτσιού, παραμένει σοκαρισμένος από τις εικόνες που αντίκρισε. Η μαρτυρία του ανέβηκε στο κανάλι της Ελληνικής Αστυνομίας, στο πλαίσιο της σειράς Deep Blue με υπότιτλο «Η Ελληνική Αστυνομία παρουσιάζει ιστορίες αστυνομικών, παραδόξως… ανθρώπινες». Ο Χρήστος Βαρδίκος ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στο σπίτι της οδού Παναγούλη μετά την απελπισμένη έκκληση για βοήθεια που είχε απευθύνει τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου ο 32χρονος σύζυγος της Καρολάιν Κράουτς, πιλότος Μπάμπης Αναγνωστόπουλος.

«Ήταν ξημερώματα, γύρω στις 6:15 το πρωί, που λάβαμε μια κλήση, που έλεγε για άτομο το οποίο καλεί σε βοήθεια. Για μας είναι μια συνήθης κλήση, εκείνη την ημέρα όμως ήταν κάτι το διαφορετικό. Φτάσαμε ύστερα από 4 λεπτά στο σημείο. Μία γειτόνισσα είχε το σύζυγο στο τηλέφωνο, ο οποίος είχε καταφέρει να την καλέσει, και μας καλούσε σε βοήθεια να σπάσουμε την πόρτα και να μπούμε εντός. Βρήκαμε τον τρόπο να μπούμε μέσα. Ήταν από το παραβιασμένο παράθυρο, το οποίο βρισκόταν στην πίσω μεριά του σπιτιού. Μπήκαμε 4 αστυνομικοί μέσα στο διαμέρισμα, προκειμένου να δούμε τι έχει γίνει».

Eίδαν το σκυλάκι κρεμασμένο στην κουπαστή

Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα από τα πρώτα πράγματα που αντίκρισαν ήταν το άδειο σπιτάκι του σκύλου στο ισόγειο, ενώ πλησιάζοντας την εσωτερική σκάλα για να ελέγξουν τους υπόλοιπους ορόφους, είδαν το σκυλάκι κρεμασμένο στην κουπαστή.

«Εκεί πλέον καταλάβαμε ότι κάτι σοβαρό έχει γίνει, κάτι πέρα από το σύνηθες. Ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο, ψάχνουμε και τα εκεί δωμάτια και μετά ανεβαίνουμε στον τελευταίο όροφο, που ήταν η σοφίτα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και αμέσως διαπιστώνουμε τη γυναίκα να είναι νεκρή πάνω στο κρεβάτι μπρούμυτα, ακριβώς δίπλα της ήταν το μωρό, με τα γόνατά του στο κρεβάτι ακούμπαγε πάνω στη μάνα του, και αριστερά από το κρεβάτι, δεμένος κάτω, ήταν ο σύζυγος». Όπως είπε ο αρχιφύλακας, το πρώτο που έκανε ήταν να πάρει στην αγκαλιά του τη μικρή Λυδία.

«Ήταν μόνο με το πάμπερς, το πήρα αγκαλιά, του έβαλα την κουβερτούλα του και αμέσως κατεβήκαμε στο ισόγειο για να ασφαλίσουμε τη σκηνή του εγκλήματος. Το μωρό το κράταγα στην αγκαλιά μου περίπου μισή ώρα, μπήκαμε και κάτσαμε λίγο στο περιπολικό να ζεσταθεί, μέχρι πλέον να έρθουν τα συγγενικά του πρόσωπα και να τους το παραδώσω».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time