Δράση τουλάχιστον 30 ετών αποδίδει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας στον Δημήτρη Λιγνάδη ο οποίος κατηγορείται ότι προσέγγιζε ανήλικους και τελούσε σε βάρος τους αδικήματα σχετιζόμενα με τη γενετήσια ελευθερία.

Το δικαστικό συμβούλιο με ένα αναλυτικό σκεπτικό και υιοθετώντας την αντίστοιχη πρόταση της εισαγγελέως, κατέληξε πως «προκύπτουν αφενός επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα του βιασμού κατά συρροή τον Αύγουστο του 2010 και την 9/8/2015, αφετέρου δε σχεδιασμός τέλεσης νέων αντίστοιχων αδικημάτων».

Παράλληλα στο βούλευμα επισημαίνεται ότι «ο αιτών, επί σειρά ετών, τουλάχιστον από το 1984, όποτε χρονολογείται σήμανση του για αδίκημα σχετιζόμενο με τη γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου και έως έτος 2015, δηλαδή διάστημα τουλάχιστον τριάντα ετών, προσέγγιζε ανηλίκους και εν γένει άτομα νεαρής ηλικίας, πέρα των κατονομαζομένων στη δικογραφία και πλήθος άλλων, τους οποίους εντόπιζε είτε με αφορμή τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες στο χώρου των θεάτρων που λειτουργούσε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια, είτε από φιλικούς κύκλους, ακόμη δε και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών που συχνάζουν ανήλικοι και νέοι, και υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τους βοηθήσουν να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο, τελούσε σε βάρος τους αδικήματα σχετιζόμενα με τη γενετήσια ελευθερία τους, είτε με την άσκηση βίας, ακόμη και με την περιαγωγή τους σε κατάσταση αναισθησίας και ανικανότητας για αντίσταση με τη χρήση ουσιών, είτε και χωρίς βία, εκμεταλλευόμενος όμως ακριβώς την ανηλικότητα και το νεαρό ηλικίας των θυμάτων, καθώς και τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε, αλλά και εν γένει το “status quo” του» τονίζουν οι δικαστές του δικαστικού συμβουλίου.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης σύμφωνα με τους δικαστές επέλεγε αυτά τα άτομα,διότι ήταν ευάλωτα και διαχειρίσιμα.

Χαρακτηριστικά στο βούλευμα τονίζoνται τα εξής:

«O κατηγορούμενος επεδείκνυε την παραβατική και αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά του επί σειρά πολλών ετών, ως στοιχείο πλέον της προσωπικότητας του, έχοντας μεθοδεύσει τη δράση του, επιλέγοντας ανήλικους και άτομα νεαρής ηλικίας, που λόγω ακριβώς τη μη διαμορφωμένης προσωπικότητας τους και της ανάγκης τους για επαγγελματική εξέλιξη, ήταν ευάλωτα και εύκολα διαχειρίσιμα.Εκμεταλλευόμενος δε την αδυναμία τους αυτή και αξιοποιώντας την αναγνωρισιμότητα του, τη ρητορική του δεινότητα και την ικανότητα της πειθούς, που αναμφισβήτητα φύσει και θέσει κατείχε, υπό το πρόσχημα της καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησης τους, προσέγγιζε αυτά τα άτομα, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και ακολούθως τα χειραγωγούσε, ώστε εντέλει να πετύχει να επιτύχει την εκπλήρωση των ανάρμοστων προθέσεων του».

Κενά στις ημερομηνίες

Οι δικαστές εξέτασαν διεξοδικά και τα στοιχεία που προσκόμισε ο Δημήτρης Λιγνάδης, επικαλούμενος πως διαθέτει «άλλοθι» και για τον Αύγουστο του 2010 και για τον Αύγουστο του 2015, που κατηγορείται ότι βίασε δύο ανήλικα αγόρια αποδήμησαν πλήρως και τους υπερασπιστικός ισχυρισμούς του σκηνοθέτη, σύμφωνα με τους οποίους βρισκόταν σε αλλά σημεία κατά το χρόνο τέλεσης των καταγγελλομένων αδικημάτων.

Ο σκηνοθέτης κατά την αυτοπρόσωπη παράσταση του ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, φέρεται να εισέφερε αντίγραφα εισιτηρίων και φορολογικών παραστατικών με τα οποία ισχυρίζεται πως αποδεικνύεται πως από τις 3 Αυγούστου 2010 έως τις 9 Αυγούστου 2010, βρισκόταν σε ταξίδι στην Αίγυπτο, ενώ φέρεται να εμφάνισε φωτογραφίες από τις οποίες προκύπτει ότι στις 1, 5,6,11,15 και 16 Αυγούστου 2015 βρισκόταν σε διακοπές στην Ιθάκη με φιλικά του πρόσωπα.

«Πλην όμως από τα πρώτα εκ των εγγράφων αυτών, καλύπτεται μόνο ένα μικρό χρονικό διάστημα των ημερών του Αυγούστου 2010, ενώ η πράξη για την οποία ασκήθηκε η δίωξη δεν έχει προσδιοριστεί κατά ακριβή ημερομηνία, ενώ από τα δεύτερα υπάρχει χρονικό κενό ακριβώς κατά την επίμαχη ημερομηνία 9 Αυγούστου 2015» επισημαίνουν οι δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας.

Μάλιστα, φαίνεται πως δεν δέχθηκαν ούτε τον ισχυρισμό περί «εκδίκηση» σχετικά με την κατάθεση του τραγουδιστή - ηθοποιού που κατέθεσε σε βάρος του, λέγοντας φάσκει και αντιφάσκει: «Πέραν τούτων, ο αιτών προέβαλε ότι ο μάρτυρας (...), που κατέθεσε κατά την προκαταρκτική, ωθήθηκε στην κατάθεσή του αυτή, από λόγους αντεκδίκησής, καθόσον σταμάτησε την επαγγελματική συνεργασία μαζί του, ισχυρισμός όμως που έρχεται σε αντίθεση με τα ίδια τα λεγόμενα του αιτούντος στη συνέχεια κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του καθώς ανέφερε ότι παρόλη την διακοπή της μεταξύ τους συνεργασίας ο τάδε δεν υπέστη καμιά βλάβη στην επαγγελματική του πορεία» επισημαίνουν οι δικαστές στο βούλευμα του.

Εισαγγελέας : «Εμμονική παραφιλική δράση»

Για «εμμονική παραφιλική τάση» του Δημήτρη Λιγνάδη και «σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φίλων», γεγονός που κατατείνει σε ενεργό κίνδυνο να τελέσει νέα αδικήματα, κάνει λόγο η εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας.

Όπως επισημαίνει η εισαγγελέας από τις καταθέσεις των μαρτύρων, «οι οποίοι δεν ουδεμία σχέση είχαν μεταξύ τους στο παρελθόν, ούτε φυσικά είχαν χρόνο να συνεννοηθούν και να προετοιμαστούν κατάλληλα ώστε να δώσουν καταθέσεις που προσομοίαζαν τόσο», προκύπτει σχετικά με τον τρόπο δράσης του σκηνοθέτη ότι «έχει εμφανή παραφιλική έφηβοφιλική σεξουαλική τάση και προτίμηση την οποία εξεδήλωνε χωρίς καμία αναστολή, ακόμα και σε δημόσιους χώρους, για ένα πολύ μακρόχρονο διάστημα και δη από τουλάχιστον το έτος 1995 έως και τουλάχιστον το 2016, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία της δικογραφίας, εκμεταλλευόμενος αφενός στην ευαίσθητη ηλικία των ανήλικων που προσέγγιζε, ιδίως αγοριών από 14 έως 16, αφετέρου την ματαιοδοξία τους και την έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, δρώντας σχεδόν με πανομοιότυπο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο κάθε φορά, καλλιεργούσε αρχικά κλίμα εμπιστοσύνης, επικαλούμενος και προβάλλοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, ως καταξιωμένου σκηνοθέτη – ηθοποιού, πείθοντας αυτά ότι πρόθεση του ήταν να τα βοηθήσει να ανελιχθούν στο χώρο του θεάματος και παρασύροντας τα με τις υποσχέσεις αυτές στο σπίτι του, με αποκλειστικό σκοπό την τέλεση γενετήσιων πράξεων μαζί του».

Η εισαγγελική λειτουργός κάνει λόγο για «ανεξέλεγκτη γενετήσια ορμή» του κατηγορουμένου, την οποία στην περίπτωση του πρώτου θύματος χρησιμοποίησε ασκώντας σωματική βία, ενώ στην περίπτωση του δεύτερου χρησιμοποιώντας αλκοόλ και ναρκωτική ουσία.

«Η εμμονική αυτή παραφιλική του τάση, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια τις ληφθείσες καταθέσεις, αλλά και στις εγκλήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του εισαγγελέα, καθώς και η σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φίλων, η οποία ροπή έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή, με παθόντες δύο αλλοδαπούς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός συνεχίζει να μένει στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου από ανέκαθεν αλίευε ανήλικους για τον ανώτερο σκοπό, δικαιολογούσαν κατά την άποψή μας απόλυτα την εφαρμογή στο πρόσωπο του της παραγράφου δύο του άρθρου 244 του κώδικα ποινικής δικονομίας περί παράλειψης κλήση του ως υπόπτου για λήψη χωρίς όρκο εξηγήσεων και της άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του με σκοπό την αποτροπή τέλεσης νέων πάρω μην αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων παθόντων» επισημαίνει η εισαγγελέας στην πρόταση της προς το δικαστικό συμβούλιο.

Σύμφωνα με την εισαγγελέα ορθώς ασκήθηκε «άμεσα ποινική δίωξη και συμφώνησε για την έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος του, (...) κρίνοντας ότι υφίσταται ενεργός κίνδυνος να τελέσει νέα παρόμοια αδικήματα, κρίση που ενισχύεται πλέον και από το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη συλληφθεί και σημανθεί για αποπλάνηση ανηλίκου και το έτος 1984, όπως προέκυψε από το δελτίο εγκληματικότητας του». χρονολογείται σήμανση του για αδίκημα σχετιζόμενο με τη γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου και έως έτος 2015, δηλαδή διάστημα τουλάχιστον τριάντα ετών, προσέγγιζε ανηλίκους και εν γένει άτομα νεαρής ηλικίας, πέρα των κατονομαζομένων στη δικογραφία και πλήθος άλλων, τους οποίους εντόπιζε είτε με αφορμή τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες στο χώρου των θεάτρων που λειτουργούσε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια, είτε από φιλικούς κύκλους, ακόμη δε και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών που συχνάζουν ανήλικοι και νέοι, και υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τους βοηθήσουν να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο, τελούσε σε βάρος τους αδικήματα σχετιζόμενα με τη γενετήσια ελευθερία τους, είτε με την άσκηση βίας, ακόμη και με την περιαγωγή τους σε κατάσταση αναισθησίας και ανικανότητας για αντίσταση με τη χρήση ουσιών, είτε και χωρίς βία, εκμεταλλευόμενος όμως ακριβώς την ανηλικότητα και το νεαρό ηλικίας των θυμάτων, καθώς και τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε, αλλά και εν γένει το “status quo” του» τονίζουν οι δικαστές του δικαστικού συμβουλίου.

Η δικογραφία σοκ

Στην εισαγγελική πρόταση, που εμπεριέχεται στο σώμα του βουλεύματος, παρατίθεται όμως και το σύνολο των στοιχείων που συγκέντρωσαν οι εισαγγελείς για τον κατηγορούμενο σκηνοθέτη. Πρόκειται κατά βάση για μαρτυρίες παθόντων οι οποίες προκαλούν «σοκ». Μια εξ αυτών, προέρχεται τον έναν εκ των δυο μηνυτών του Δ. Λιγναδη.

Σύμφωνα με αυτή, ο κατηγορούμενος είχε προσλάβει ανήλικά αγόρια για την καθαριότητα του σπιτιού του, τα οποία ο μάρτυρας είχε δει να ερωτοτροπούν στο διαμέρισμα του σκηνοθέτη στο Μεταξουργείο και ο τελευταίος να τα παρακολουθεί και να αυνανίζεται.

Στην εισαγγελική πρόταση η μαρτυρία αυτή του μηνυτή, ο οποίος έμεινε στο σπίτι του Λιγνάδη για περίπου 20 ημέρες, περιγράφεται ως εξής: «Κατά το διάστημα αυτό στο σπίτι ερχόταν ένα ανήλικο αγόρι, το οποίο σιδέρωνε, έπλενε και γενικώς φρόντιζε για την καθαριότητα του σπιτιού του αιτούντα (σ.σ του κατηγορούμενου σκηνοθέτη), ο οποίος του έδινε 5 -10 ευρώ για τις υπηρεσίες του. Μια μέρα μάλιστα που ο παθών μπήκε στο σπίτι, βρήκε το παιδί μου καθάριζε με έναν φίλο του ετεροφυλόφιλο, ηλικίας 15 – 16 ετών, να είναι αμφότεροι με τα εσώρουχά τους μέσα στο σαλόνι και να τρίβεται ο ένας πάνω στον άλλο βίαια, ο δε αιτών που κάθονταν δίπλα τους στον καναπέ με το εσώρουχό του αυνανίζονταν. Μετά το περιστατικό αυτό, ο αιτών είπε στον παθόντα για τον ετεροφυλόφιλο ανήλικο ότι «αυτός πρέπει να υποκύψει και θα υποκύψει και σε εσένα». Επίσης μια άλλη μέρα, παθών διαπίστωσε ότι το παιδί που καθάριζε είχε μπει στο δωμάτιο του αιτούνταν με έναν άλλο ανήλικο και τον ίδιο τον αιτούντα και όταν βγήκαν από το δωμάτιο ο άλλος ανήλικος ήταν φανερά στεναχωρημένος και δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό που είχε συμβεί. Αυτό που είχε κάνει εντύπωση στον παθόντα κατά τη διάρκεια της σχέσης του με τον αιτούντα ήταν ότι του έλεγε ότι είχε τη φαντασίωση να είναι ο παθών μόνος του στο δωμάτιο, να μπαίνουν οι φίλοι του μέσα για να κάνουν σεξ μαζί του και εκείνος να φωνάζει «ο επόμενος»!

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ο Δημήτρης Λιγνάδης ρωτήθηκε για αυτή την μαρτυρία αυτή από την 19η τακτική ανακρίτρια. Συγκριμένα, έλαβε χώρα ο εξής διάλογος:

Ανακρίτρια: Όταν έμενε ο (….) μαζί σας, ποιος σας βοηθούσε στην καθαριότητα στο σπίτι;

Κατηγορούμενος: Τότε είχα μια κυρία την (….), η οποία είναι Γεωργιανή και είναι κόρη της κυρίας που φροντίζει την κατάκοιτη μητέρα μου. Ουδέποτε είχα κάποιο ανήλικο αγόρι να καθαρίζει το σπίτι μου, όπως με ρωτάτε. Ούτε είχα ανήλικα παιδιά να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι μου. Σε κάθε κατάθεση υπάρχει πάντα και ένα κεφάλαιο ύπαρξης ανηλίκων. Δηλαδή φωτίζεται κατ’ επιλογή η πλευρά του βιαστή και του παιδόφιλου. Εγώ, έκανα κάποιες παραστάσεις μόνο με παιδιά, όπως το «Billy Eliot» και δεν βρέθηκε κανένα παιδί, καμία μάνα και κανένας πατέρας να κάνει κάποια καταγγελία. Είχαμε 50 παιδιά στην εν λόγω παράσταση.