Πληθαίνουν καθημερινά και παραδόξως τα δημοσιεύματα μερίδας του Τύπου και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, τα οποία κάνουν λόγο περί ανησυχίας για την Αττική.

Κι όμως, μόνον ως υπερβολή θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τους δημόσιους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους «η Αττική βρίσκεται στο κόκκινο» ή «στα ύψη πάλι η Αττική», όσον αφορά την εξάπλωση της επιδημίας του νέου κοροναϊού SARS – COV 2.

Η αλήθεια είναι ότι η Αττική των 5 εκατ. κατοίκων δεν τρομάζει την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, καθώς η αναλογία κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους χαρακτηρίζεται ως καλή, ακόμη και από τα πιο απαιτητικά μέλη της Επιτροπής.

Δεν είναι δυνατόν η Θεσσαλονίκη να εμφανίζει διαρκώς μείωση των κρουσμάτων του νέου κοροναϊού, η αναλογία των κρουσμάτων μεταξύ Αττικής και Θεσσαλονίκης να παραμένει σταθερά περίπου στο 3 προς 1 και το «συμπέρασμα» να είναι ότι στη μεν Θεσσαλονίκη αποκλιμακώνεται η επιδημία, στη δε Αττική προβληματίζει και ανησυχεί τους ειδικούς επιστήμονες…

Είναι προφανές ότι, εάν δεν είχε επιτευχθεί αυτή σταθεροποίηση της εξάπλωσης της επιδημίας του SARS – COV 2 στην Αττική, ούτε η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας ούτε η ίδια η κυβέρνηση θα σκέφτονταν να προχωρήσουν σε μερική, έστω, επανεκκίνηση της οικονομίας του λιανεμπορίου στη χώρα μας. Δεν θα μπορούσε να «ανοίξει» το λιανεμπόριο, έστω, εάν η Αττική παρέμενε κλειστή.

Μάλιστα, ακόμη και σε νοσοκομεία της Αττικής, όπως ο «Ευαγγελισμός», στο οποίο παρατηρήθηκε το προηγούμενο χρονικό διάστημα μία αύξηση των νοσηλευομένων με νόσο COVID – 19, αυτή αύξηση αποδείχθηκε τελικά ότι δεν ήταν παρά πρόσκαιρη.

Έτσι, φαίνεται ότι δικαιώνεται ο επίκουρος καθηγητής Κλινικής Ιολογίας και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης, μέλος της επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, ο οποίος είχε δηλώσει πολύ πρόσφατα στο parapolitika.gr ότι «μάλλον οι παρατηρούμενες ελαφρές αυξομειώσεις της επιδημίας στην Αττική δείχνουν ότι απορροφούμε τους κραδασμούς, οι οποίοι προκλήθηκαν, ασφαλώς, από τους συνωστισμούς και την αυξημένη κινητικότητα των κατοίκων του Λεκανοπεδίου κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς».