Εκφράζει ευχαριστίες σε όσους στάθηκαν στο πλευρό της, εξαπολύει δριμύ κατηγορώ σε εκείνους που έφεραν τον πατέρα της στα πρόθυρα του θανάτου.

Προειδοποιεί για μηνύσεις και αγωγές, ενώ αναφέρει πως σε νέα ανάρτηση της θα παρατεθούν τρεις επιστολές που είχε στείλει στον Πρωθυπουργό και στην Υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.

Στην εισαγωγή του κειμένου της αναφέρεται στην προσωπική της καταστροφή η οποία όπως η ίδια υποστηρίζει ξεκίνησε στα χρόνια της κρίσης για να κορυφωθεί στις ημέρες της πανδημίας.

Αφού περιγράφει αναλυτικά τις δύσκολες στιγμές της κατά τις οποίες δεν είχε χρήματα ούτε για τις βασικές ανάγκες και ευχαριστεί τους αμέτρητους φίλους της που την στήριξαν περνά στους κανίβαλους, τους ανθρωποφάγους, στους συκοφάντες και στις "Κατίνες".

Στους πρώτους ανήκουν όσοι λέρωσαν με τα λόγια τους το όνομα του μεγάλου Μίκη.

«Πάνε να πεθάνουν τον πατέρα μου γιατί κανιβαλίζουν τρώγοντας τις σάρκες του… Ο πατέρας μου δυστυχώς τα διαβάζει και χάνεται μέσα στη δυστυχία. Φοβάμαι πως δεν θα αντέξει… Και τότε…».

Περνώντας στις Κατίνες η Μαργαρίτα Θεοδωράκη αναφέρεται στο πρόσωπο της Έλενας Ακρίτα με τα παρακάτω λόγια:

«Δεν περίμενα να είσαι τόσο κουτσομπόλα. Έγινες Κατίνα… Δεν σε θαυμάζω πια. Σε λυπάμαι. Αντί να κουτσομπολεύεις δε μου στέλνεις κανα σακί ξηρά τροφή, δεν κοστίζει πάνω από 20 ευρώ…».

Αμέσως μετά η Μαργαρίτα «καταθέτει» πως προχωρήσει σε μηνύσεις και αγωγές απέναντι σε όσους την ξεφτίλισαν, ξεφτιλίζοντάς τους με τον ίδιο τρόπο. Και επαναλαμβάνει: «Δεν είμαι ζητιάνα».