Τα πρόσφατα επιδημιολογικά στοιχεία επέβαλαν τον εγκλεισμό (lockdown) ως αναγκαίο μέσο για την αντιμετώπιση της ραγδαίας εξάπλωσης του ιού. Ο περιορισμός αυτός ωστόσο, σύμφωνα με διεθνείς έρευνες, μπορεί να έχει βαριές συνέπειες στην ψυχική υγεία και συνδέεται με την έξαρση φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας.

Σύμφωνα με εισαγγελικές αρχές, το τελευταίο διάστημα στη Κρήτη υπήρξε ραγδαία αύξηση επεισοδίων ενδοοικογενειακής βίας και κυρίως παιδικής κακοποίησης. Ενώ, δυστυχώς η παιδική κακοποίηση αποτελεί πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, εδικά στην Κρήτη θεωρείται ταμπού, και σχεδόν αδιανόητο να απευθυνθεί το θύμα στις αρχές ή σε ειδικούς, προκειμένου να ζητήσει προστασία ή στήριξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι 3 στα 4 κορίτσια και 9 στα 10 αγόρια θύματα ενδοοικογενειακής σωματικής βίας σιωπούν από φόβο, για όσα έζησαν. Τα νούμερα αυτά τρομάζουν.

Όπως τρομάζουν και οι συνέπειες της θυματοποίησης: ανάλογα με τη σοβαρότητα της κακοποίησης τα παιδιά μπορεί αναπτύξουν ψυχοσωματικές διαταραχές, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, διαταραχές ύπνου και όρεξης προβλήματα στην κοινωνική τους λειτουργικότητα, και να αναζητήσουν διέξοδο σε απόπειρες αυτοκτονίας, χρήση τοξικών ουσιών, εθισμό, παραβατικότητα.

Τα παιδιά-θύματα ενδοοικογενειακής βίας συχνά παρουσιάζουν επιθετικότητα, είναι ανυπάκουα, αρνητικά, δείχνουν απάθεια ή αντιδραστική και προκλητική συμπεριφορά προς μέλη της οικογένειας τους και το διδακτικό προσωπικό. Η συμπεριφορά τους αυτή παράλληλα δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις τους με συνομηλίκους, το σχολείο και την οικογένεια, τους, οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο βίας.

Σύμφωνα με έρευνες πολλά απ’ τα παιδιά αυτά συνεχίζουν την επιθετική συμπεριφορά και χρησιμοποιούν ως ενήλικες τη βία ως μέσο επίλυσης διαφορών. Η ενδοοικογενειακή βία συχνά είναι «κληρονομική», διδάσκεται στο σπίτι, ενσωματώνεται απ’ το παιδί ως «αξία» κι επιβάλλεται μελλοντικά στις διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις του. Το παιδί- θύμα κακοποίησης γίνεται συχνά ενήλικας/ γονέας –δράστης κακοποίησης.

Για να σπάσει αυτός ο κύκλος βίας χρειάζεται η έγκαιρη παρέμβαση ειδικών, η συνεργασία μεταξύ κοινωνικών φορέων και Κράτους, και η αλλαγή νοοτροπίας.

Το νομοθετικό πλαίσιο δεν αρκεί. Το τελευταίο διάστημα με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ξεκίνησε καμπάνια ενημέρωσης κι ευαισθητοποίησης για το φαινόμενο, ενώ ορίσθηκε και αρμόδιος υφυπουργός για θέματα ψυχικής υγείας, αντιλαμβανόμενος το μέγεθος του προβλήματος.

Επιβάλλεται η οργάνωση μηχανισμού αντιμετώπισης, ψυχολογικής στήριξης και προστασίας των παιδιών αυτών, η οικονομική στήριξη των δομών, κέντρων φιλοξενίας ή οργανισμών (ιδρυθέντων συχνά με ιδιωτική πρωτοβουλία) που έχουν αναλάβει την ενημέρωση για το φαινόμενο και την αντιμετώπιση του, η κατάλληλη προετοιμασία της εκπαιδευτικής κοινότητας, προκειμένου να μάθει να αναγνωρίζει έγκαιρα τα σημάδια κακοποίησης και βίας, τα οποία δεν είναι πάντα εμφανή σωματικά, και η ευκολία πρόσβασης στις αρμόδιες αρχές, υπό συνθήκες που εγγυώνται ότι το παιδί-θύμα δεν θα κινδυνεύσει περαιτέρω.

Πρέπει δε να γίνει κατανοητό ότι, όταν φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας γίνονται αντιληπτά απ’ το εγγύς κοινωνικό περιβάλλον – συγγενείς, γείτονες, φίλους, κ.ο.κ – η καταγγελία στις αρμόδιες αρχές είναι απαραίτητη. Η καταγγελία της ενδοοικογενειακής βίας δεν είναι «ρουφιανιά». Η σιωπή απέναντι στην παιδική κακοποίηση είναι συνενοχή.