Mια πολύ σηµαντική αλλαγή φαίνεται να έχει συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία, που αναδεικνύει την εκδήλωση ενός έντονα πατριωτικού στοιχείου, το οποίο πυροδοτείται από τη συνεχή τουρκική επιθετικότητα.

Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι, ενώ σε παλαιότερη διεθνή έρευνα για την προθυµία των λαών να πολεµήσουν η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε περίοπτη θέση, σε πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Interview και στο ερώτηµα αν οι Eλληνες επιθυµούν στρατιωτική απάντηση της Ελλάδας, εάν η Τουρκία παραβιάσει τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα, το ποσοστό είναι πλειοψηφικό (56,0%).

Και υπερτερεί όσων προτιµούν την αντιµετώπιση διά της διπλωµατικής οδού (40%), γεγονός που αποτυπώνει την εξής πραγµατικότητα: ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού έχει καταλάβει το ατελέσφορο της ήπιας στάσης έναντι της Τουρκίας, καθώς µια τέτοια τακτική απλώς την αποθρασύνει και της προσφέρει έδαφος για να κλιµακώνει τις διεκδικήσεις της.

Πρόσφατο παράδειγµα κορύφωσης της τουρκικής πρόκλησης, όχι απλώς απέναντι στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον χριστιανικό δυτικό κόσµο, η µετατροπή σε τζαµί της Αγίας Σοφίας, που αποτελεί ένα θρησκευτικό σύµβολο όχι µόνο για την Ορθοδοξία, αλλά για το σύνολο του χριστιανισµού.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ

Η διεθνής έρευνα περί των πρόθυµων να πολεµήσουν είχε διεξαχθεί µεταξύ των χωρών της Ευρώπης τον Ιανουάριο του 2019 από την Gallup International και σε κάθε χώρα αναγραφόταν το ποσοστό αυτών που δήλωσαν πρόθυµοι να πολεµήσουν για τη χώρα τους. Στη Σκανδιναβία τα ποσοστά των πρόθυµων να πολεµήσουν πολιτών ήταν υψηλά, µε τους Φινλανδούς, µάλιστα, να καταλαµβάνουν την πρώτη θέση στη λίστα µε 74%.

Ακολουθούσαν οι Τούρκοι, µε 73%, οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι. Οι Ελληνες βρίσκονταν στην 8η θέση, µε 54% των πολιτών να απαντούν θετικά.

Η λαϊκή αυτή αντίδραση, σύµφωνα µε την οποία το 56% των πολιτών απαιτεί στρατιωτική δράση, είναι ασφαλώς το αποτέλεσµα των τελευταίων εξελίξεων, που αναφέρονται στις κινήσεις της Αγκυρας, και επιπλέον δεν πρέπει να αποσυνδέεται από τη στάση που έχει πλέον η ελληνική κοινωνία απέναντι στο Μεταναστευτικό.

Ενδεικτικό των διαθέσεων της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού είναι το γεγονός ότι το 83% των ερωτηθέντων στην ίδια έρευνα τάσσεται υπέρ της κατασκευής φράκτη στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Εβρο.
γξγξηγξγ


Η στάση αυτή της ελληνικής κοινής γνώµης πρέπει να αξιολογηθεί υπό το εξής πρίσµα:

Πρώτον, της ανησυχίας για τα Ελληνοτουρκικά, που πλέον έχει παγιωθεί στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, καθώς, όπως αποκαλύφθηκε στην τελευταία δηµοσκόπηση της Pulse, το 70% των πολιτών εκφράζει ανησυχία (πολύ και αρκετά) για την τουρκική στάση.

∆εύτερον, της εµπιστοσύνης των πολιτών, τελικώς, προς την κυβέρνηση για τους χειρισµούς της, εµπιστοσύνης που επιδεικνύεται ακόµα και στην πιθανότητα ανάληψης από αυτήν πιο δυναµικής δράσης.

Συγχρόνως, όµως, το πλειοψηφικό στοιχείο υπέρ µιας πιο δυναµικής δράσης όταν προσβάλλονται τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα φαίνεται να «υποδεικνύει» προς την κυβέρνηση τη σκλήρυνση της στάσης της έναντι της Τουρκίας. ∆εν είναι προφανώς άσχετο προς την εκτίµηση αυτή το γεγονός ότι σε πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis και στο ερώτηµα πώς κρίνεται η στάση της κυβέρνησης στα Ελληνοτουρκικά διαπιστωνόταν ένα πλειοψηφικό ρεύµα (51%) που έκρινε θετικά την κυβερνητική στάση στο µείζον αυτό ζήτηµα.

Τρίτον, των απτών αποτελεσµάτων τα οποία είχε η έντονη αντίδραση, καίτοι αµυντική, της ελληνικής κυβέρνησης στον Εβρο, που ανέτρεψε τα σχέδια του Ερντογάν. Με άλλα λόγια, βλέπει η ελληνική κοινωνία ότι, όταν εκδηλώνεται αποφασιστική ελληνική αντίδραση, υποχωρεί η τουρκική επιθετικότητα και απλώς µεταφέρεται σε άλλο επίπεδο.

Για το οποίο η κοινή γνώµη επιζητεί ανάλογη κυβερνητική αντίδραση. ºΤέταρτον, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των πολιτών επιλέγει τη στρατιωτική απάντηση στην Τουρκία, αν θιγούν τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα, εντούτοις η απαίτηση για δυναµική αντίδραση είναι αυτονόητο ότι δεν περιλαµβάνει µόνο τη στρατιωτική απάντηση, αλλά υποδεικνύει και µια πιο επιθετική πολιτική και στο διπλωµατικό επίπεδο.

Ως παράδειγµα µπορούµε να πάρουµε την πρόσφατη συµφωνία οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών µε την Ιταλία, η οποία στην ουσία αποτελεί επικύρωση των ελληνικών θέσεων που βασίζονται στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο.


***Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ