Ως μία πολύ σημαντική πρόταση, η οποία μπορεί να ανατρέψει κατεστημένους συσχετισμούς και καθεστώτα ισχύος στη διεθνή σκακιέρα των πατεντών για τα φαρμακευτικά και τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα, χαρακτηρίζει σήμερα, στη συνέντευξή του στο parapolitika.gr, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, Κώστας Αθανασάκης, οικονομολόγος Υγείας ο ίδιος, την πρόταση του Ηλία Μόσιαλου, σύμφωνα με την οποία τα κράτη οφείλουν να αγοράσουν από τις παρασκευάστριες εταιρείες τις πατέντες για τα τεστ ταχείας διάγνωσης για τον νέο κοροναϊό SARS – COV 2

- Κύριε Αθανασάκη, πολύ πρόσφατη είναι η πρόταση, την οποία κατέθεσε ο κορυφαίος διεθνώς Έλληνας καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του London School of Economics and Political Science (LSE), Ηλίας Μόσιαλος, σύμφωνα με την οποία τα κράτη πρέπει να αγοράσουν τις πατέντες από τις εταιρείες παραγωγής των τεστ ταχείας διάγνωσης, προκειμένου να καλύψουν άμεσα τη διεθνή ζήτηση για αυτά, όταν έρθει η ώρα, φυσικά. Σας βρίσκει σύμφωνο η άποψή του;

Η πρόταση του Καθηγητή Ηλία Μόσιαλου νομίζω ότι είναι μια από τις πλέον σημαντικές συμβολές στη διεθνή συζήτηση για την παγκόσμια αντιμετώπιση της επιδημίας του COVID-19 – αλλά και γενικότερα στο ζήτημα της διαχείρισης της τεχνολογίας στην υγεία. Η συνολική αντιμετώπιση της επιδημίας, στο πλαίσιο του σύγχρονου προτύπου των μετακινήσεων, δεν μπορεί παρά να υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα και να λάβει υπόψη, σε όρους σχεδιασμού, και τις χώρες με χαμηλή οικονομική δυνατότητα, όπου η διεθνής συνδρομή, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η δυνατότητα των μαζικών εργαστηριακών ελέγχων, είναι απαραίτητη. Βεβαίως, η μεταφορά της πρότασης σε επιχειρησιακό πεδίο θα χρειαστεί να εστιάσει και σε ζητήματα όπως η αποτίμηση της “αξίας” της εκάστοτε τεχνολογίας, καθώς και η ανά χώρα δυνατότητα παραγωγής της – ζητήματα σύνθετα αλλά όχι μη επιλύσιμα.

- Θα μπορούσε μία τέτοια κίνηση από τα κράτη προς τις εταιρείες παραγωγής των τεστ ταχείας διάγνωσης να αλλάξει όλα τα διεθνή δεδομένα για τις πατέντες στη φαρμακευτική αγορά, γενικώς; Από τη διεθνή σας ενημέρωση, πιστεύετε ότι η πρόταση του Ηλία Μόσιαλου θα έχει τύχη ή είναι μία πρόταση η οποία θα συναντήσει την άρνηση των εταιρειών να συμπράξουν;

Πιστεύω ότι η δυναμική που αναπτύσσεται στην αγορά του φαρμάκου, αλλά και γενικότερα της τεχνολογίας στην υγεία (ζήτηση, τιμές, ανάγκη για αξιολόγηση, ανάγκη για διασφάλιση της ευρωστίας των συστημάτων υγείας) θα οδηγήσει σε σημαντικές αναθεωρήσεις του τρόπου με τον οποίο δρουν τα συστήματα υγείας κατά την υποδοχή των νέων τεχνολογιών, και, ειδικότερα, στα ζητήματα της τιμολόγησης και της αποζημίωσης της καινοτομίας. Ένα βιώσιμο σύστημα υγείας είναι προς όφελος όλων, ακόμα και με την πλέον κυνική οικονομική προσέγγιση που θα μπορούσε να έχει μία εταιρία/κάτοχος πατέντας στο ζήτημα αυτό. Η Πρόταση Μόσιαλου έχει αναμφίβολα σημαντική δυναμική και πιστεύω ότι θα αποτελέσει σημαντικό αντικείμενο συζήτησης τα επόμενα χρόνια. Και αναφορικά με την στάση των εταιριών στο ζήτημα αυτό, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η «ελαστικότητα» στο ζήτημα της πατέντας δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί: η παλαιότερη εμπειρία με τα φάρμακα έναντι του HIV αλλά και η πλέον πρόσφατη, με την παραχώρηση άδειας παραγωγής νεότερων αντιιικών φαρμάκων έναντι της Ηπατίτιδας C σε χώρες οι οποίες βρίσκονται σε ανάγκη υγείας αλλά και οικονομική ένδεια, αποτελούν τέτοια παραδείγματα.

- Τα κράτη, νομίζετε, είναι έτοιμα για να αναλάβουν τέτοιες πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο; Να αναμένουμε μία ευχάριστη έκπληξη στο θέμα;

Νομίζω ότι ήδη βλέπουμε κινήσεις, οι οποίες έχουν ως στόχο να αυξήσουν τη διαπραγματευτική δύναμη των κρατών (μονοψωνιακή δύναμη) έναντι των κατά

νόμο μονοπωλίων (πατέντες). Η πρωτοβουλία BeNeLuxA αλλά και η Διακήρυξη της Βαλέτα, στην οποία είχε ιδιαίτερα ενεργό ρόλο και η Ελλάδα, είναι προς την κατεύθυνση αυτή.

- Θα λέγατε ότι η πρόταση του Ηλία Μόσιαλου αποδεικνύει ότι είναι λανθασμένη η κυρίαρχη άποψη, την οποία συμμερίζονται παραδόξως και οι νεοφιλελεύθεροι και η αριστερά, σύμφωνα με την οποία τα κράτη και τα πολιτικά συστήματα είναι υποταγμένα στα κελεύσματα των αγορών;

Σύμφωνα με την τυπική Νεοκλασσική οικονομική προσέγγιση, οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών είναι αποδοτικές, όταν αφήνονται να λειτουργήσουν ελεύθερα. Νομίζω, όμως, ότι υπάρχει ένα ζήτημα ορθής ερμηνείας αυτής της προσέγγισης, από τους υπέρμαχους των αγορών, όταν η ανάλυση αφορά την υγεία. Η Νεοκλασσική ερμηνεία του όρου «αποδοτικότητα» στηρίζεται στην Παρετιανή προσέγγιση της αποδοτικότητας, η οποία, αν και είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο της θετικής (θετικιστικής) οικονομικής ανάλυσης, παραβλέπει ζητήματα δικαιοσύνης ή ισότητας στην κατανομή (δηλαδή τα κανονιστικά ή δεοντολογικά ζητήματα της πολιτικής). Οι υπηρεσίες υγείας, στο σύγχρονο αξιακό σύστημα των ανεπτυγμένων κοινωνιών, είναι «αγαθά αξίας», δηλαδή αγαθά στα οποία η ανάγκη ισότιμης πρόσβασης όλων είναι κάτι το οποίο εδράζεται στον πυρήνα της οργάνωσης μιας κοινωνίας. Το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει στην αγορά υπηρεσιών υγείας, έστω και σε βάρος της αποδοτικότητας (δηλαδή έστω και σε βάρος της «ανταγωνιστικής ελευθερίας» τους), προκειμένου να διασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση και να εξομαλύνει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις ανισότητες – οι οποίες σε περιόδους κρίσης, σαν αυτή που βιώνουμε, εντείνονται σημαντικά, απειλώντας την κοινωνική συνοχή.

- Κύριε Αθανασάκη, μια τελευταία ερώτηση: έχουμε ενδείξεις για τις οικονομικές διαστάσεις της επιδημίας για το σύστημα υγείας της χώρας μας;

Αυτή τη στιγμή, με τους Καθηγητές Κυριάκο Σουλιώτη και Γιάννη Κυριόπουλο, διενεργούμε αναλύσεις με βάση πραγματικά δεδομένα, για την εκτίμηση του κόστους του COVID-19 για το σύστημα υγείας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα αρχικά

αποτελέσματα της ανάλυσης, υπολογίζουμε ότι το κόστος της ιατρικής διαχείρισης των πασχόντων με COVID-19 στη χώρα μας ανέρχεται σε 3,7 εκατομμύρια Ευρώ ανά 1000 επιβεβαιωμένα κρούσματα. Ο αριθμός αυτός, βέβαια, δείχνει και το οικονομικό μέτρο της επιτυχίας των δράσεων έναντι του ιού, οι οποίες έχουν μέχρι στιγμής εφαρμοστεί. Σήμερα στη χώρα μας έχουν διαγνωστεί περί τα 1.600 κρούσματα, δηλαδή η τρέχουσα δαπάνη, αναλογικά, είναι περί τα 5,9 εκατομμύρια Ευρώ. Αν η χώρα ακολουθούσε την τροχιά της Ιταλίας ή της Ισπανίας, η δαπάνη αυτή θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον δέκα φορές υψηλότερη.