Σε νέα διάσταση εισέρχονται στην αυγή του 2020 οι σχέσεις των Ορθόδοξων Εκκλησιών, και δη των Πατριαρχείων, με την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας να βρίσκεται στο επίκεντρο και τις πιέσεις του Πατριαρχείου Μόσχας να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα.

Με την απαντητική επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλο αποσαφηνίζεται και η στάση του Φαναρίου αναφορικά με την πρωτοβουλία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλου να συγκαλέσει Σύναξη Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο Αμμάν της Ιορδανίας, προκειμένου να συζητήσουν για την ενότητα της Ορθοδοξίας.

Αφορμή οι αναταράξεις που προκαλούνται από τη σθεναρή αντίθεση του Πατριαρχείου Μόσχας στην αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας.

Η επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη αποτυπώνει και τη δυσαρέσκεια για μία σειρά ζητημάτων που προκύπτουν.

Σε πρώτο πλάνο οι «αλλότριοι σκοποί» όσων επιθυμούν να υπονομεύσουν το Φανάρι και οι σοβαρές αντιφάσεις
Σε πρώτο επίπεδο εκφράζεται η δυσάρεστη έκπληξη για τη χρήση της αγγλικής γλώσσας, τη στιγμή που η τυπική ονομασία του Πατριαρχείου είναι «Ελληνορθόδοξον Πατριαρχείον Ιεροσολύμων». Σε δεύτερο επίπεδο επισημαίνεται στην επιστολή ότι «κατά την κανονικήν τάξιν (...) αι Πανορθόδοξοι Συνάξεις των Προκαθημένων συγκαλούνται πάντοτε υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Το τρίτο ζήτημα που επισημαίνεται είναι ότι ο αναγραφόμενος σκοπός για την Πανορθόδοξη Σύνοδο είναι η διαφύλαξη «της Ευχαριστιακής Kοινωνίας εν τη Oρθοδόξω Εκκλησία» με τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αναφέρει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έχει διακόψει την Ευχαριστιακή Κοινωνία με άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία.

Σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές, η πρόταση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλου, εκτός από το γεγονός ότι προσκρούει στους ιερούς κανόνες, έρχεται κόντρα και στη μακραίωνη παράδοση. Οπως προσθέτουν οι ίδιοι κύκλοι, παραπέμποντας και σε όσα ανέφερε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας έναν χρόνο μετά τη χορήγηση του Τόμου Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, το αίτημα που διατυπώνει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος εμπεριέχει μία σειρά από σοβαρές αντιφάσεις.

Από τη μία προκαλεί αρκετά ερωτήματα η χρονική συγκυρία που τέθηκε το αίτημα, καθώς συνδυάστηκε με επίσκεψη του Πατριάρχη Ιεροσολύμων στη Μόσχα, όπου τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο «Πατριάρχης Αλέξιος Β’», ενώ έχει προκαλέσει δηκτικά σχόλια ότι η γλώσσα της επιστολής είναι τα αγγλικά. Δευτερευόντως επισημαίνουν ότι τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, που έχουν επικοινωνία με αφορμή το αίτημα του πρώτου για Πανορθόδοξη, έχουν διακόψει την ευχαριστιακή κοινωνία λόγω της διαφωνίας τους για το Κατάρ.

Επιπροσθέτως, υπογραμμίζουν ότι το Πατριαρχείο Μόσχας, η Ιερά Σύνοδος του οποίου εξέφρασε επισήμως την υποστήριξή της στη σύγκληση Πανορθοδόξου για την αποκατάσταση της ενότητας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι το ίδιο το οποίο έχει διαταράξει την ενότητα αυτή, διακόπτοντας την Eυχαριστιακή Kοινωνία με την Εκκλησία της Ελλάδος και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, μετά τις αποφάσεις τους να αναγνωρίσουν την Ουκρανική Αυτοκεφαλία.

Εκείνο, δε, που διευκρινίζεται σε όλους τους τόνους είναι ότι δεν πρέπει να συγχέεται η στάση που έχει κρατήσει η κάθε Εκκλησία στο ζήτημα της αναγνώρισης της Ουκρανικής Αυτοκεφαλίας με τη σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου. Ενδεικτικό είναι ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’ δήλωσε ξεκάθαρα ότι «Συνάξεις ή Συνόδους των Προκαθημένων συγκαλεί μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ουδείς άλλος», παρόλο που η Εκκλησία της Κύπρου δεν έχει αναγνωρίσει ακόμη την Ουκρανική Αυτοκεφαλία. Από την άλλη, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος, κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, τον περασμένο Νοέμβριο, εμφανίστηκε θετικός σε Πανορθόδοξη Σύνοδο Προκαθημένων, υπό την προϋπόθεση να την έχει συγκαλέσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος έχει και το σχετικό προνόμιο.

Παρόλο που η επιχειρούμενη σύγκληση της Πανορθοδόξου στο Αμμάν της Ιορδανίας έχει προαναγγελθεί για τον προσεχή Φεβρουάριο, δεν έχει ανακοινωθεί ακριβής ημερομηνία και εκφράζεται η βεβαιότητα, μεταξύ εκκλησιαστικών κύκλων, ότι, από τη στιγμή που δεν συμμετέχει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, δεν έχει καμία νομιμοποίηση.

Ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην επιστολή του καταλήγει ότι «μια τοιαύτη απροετοίμαστος συνάντησις ουχί μόνον δεν θα ωφέλει, αλλά και θα έβλαπτε μεγάλως την ενότητα της Εκκλησίας», καλώντας τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων να μην επιμείνει στην πρωτοβουλία του και προσθέτοντας ότι αυτή ίσως εξυπηρετεί «αλλοτρίους σκοπούς» όσων επιθυμούν να υπονομεύσουν το Φανάρι.

Δεν είναι λίγοι όσοι ερμηνεύουν την παραπάνω αναφορά του Οικουμενικού Πατριάρχη ως μία έμμεση μομφή για δάκτυλο του Πατριαρχείου Μόσχας. Η Ρωσική Εκκλησία έχει από καιρού διατυπώσει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τη διαφωνία της για τις αποφάσεις του Φαναρίου και ανταποκρίθηκε άμεσα στην πρωτοβουλία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, κατά τη διάρκεια της αντιφώνησής του στη Θεία Λειτουργίας της 5ης Ιανουαρίου είχε αναφέρει χαρακτηριστικά για το ζήτημα: «Συνεπώς, επί τη βάσει και μόνον της κοινής λογικής, η πρόσκλησις προς διατήρησην της ενότητος εν ευχαριστιακή κοινωνία εκ μέρους του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, αφορά κατ’ ουσίαν εις τον Μακαριώτατον Πατριάρχη Μόσχας και όχι εις ολόκληρον το εκκλησιαστικό σώμα της Ορθοδοξίας»