Με το σκεπτικό ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου εφήρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα κρίνοντας ότι οι πολυισοβίτες δεν έχουν δικαίωμα στην άδεια, το ΣΤ´ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε την κρίση των δικαστών του πρώτου βαθμού.

Μετά από αυτήν την εξέλιξη, το ζήτημα της χορήγησης άδειας στον Δημήτρη Κουφοντίνα θα κριθεί από το δικαστικό συμβούλιο του Βόλου, το οποίο με νέα σύνθεση θα αποφασίσει εάν θα δώσει άδεια στον απεργό πείνας, καθώς καλείται να κρίνει εάν εκτός από τις τυπικές προϋποθέσεις πληροί και τις ουσιαστικές.


Κατά την άποψη των αρεοπαγιτών και οι πολυισοβίτες έχουν δικαίωμα στην άδεια καθώς στο υπ. αριθμ. 1001/2019 βούλευμα του Αρείου Πάγου επισημαίνεται χαρακτητιστικά πως «η θέση αυτή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, η οποία φαίνεται να εδράζεται στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 55 παρ. 1 του Σωφρονιστικού Κώδικα, είναι εσφαλμένη σύμφωνα και με τα όσα αρχικώς εξετέθησαν στις αρχικές σκέψεις της παρούσης αποφάσεως, καθώς πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης, στο αφηρημένο επίπεδο της κατάστρωση διάταξης νόμου, χρησιμοποιεί πάντοτε τον ενικό αριθμό, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι η εφαρμογή του εξαντλείται στην άπαξ πραγμάτωση του σχετικού κανόνα».


Αντίστοιχη θέση εξέφρασε και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, την οποία υιοθέτησε το ΣΤ´ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.


Επιπλέον, οι αρεοπαγίτες στο βούλευμα τους λαμβάνουν θέση και για τη συνδρομή ή μη των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας στο Δημήτρη Κουφοντίνα, επισημαίνοντας ότι δικαστικό συμβούλιο του Βόλου «θα έπρεπε, αφ’ ότου δέχθηκε πως, κατά την νομική του άποψη, δεν συνέτρεχε η πλήρωση της τυπικής προϋποθέσεως για χορήγηση τακτικής άδειας, να δεχθεί την προσφυγή του εισαγγελέως και να απορρίψει τύποις την από 30.4.2019 αίτηση του ως άνω κρατούμενου, και, αφού δεν συνέτρεχε, κατά την άποψή του, η τυπική προϋπόθεση, να μην προχωρήσει στην εξέταση των ουσιαστικών και υποθέσεων της χορήγησης τακτικής άδειας».


Το ΣΤ´ τμήμα του Αρείου Πάγου υπογραμμίζει επίσης πως το βούλευμα του Συμβουλίου του Βόλου και σε αυτό το σκέλος δεν είχε «την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία», ενώ η κρίση του ήταν αντιφατική.


«Το συμβούλιο προχώρησε στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων και δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχαν ούτε αυτές, στηριζόμενο κυρίως στο ότι ο κρατούμενος δήλωσε ενώπιον του αυτολεξεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Να πιάσουμε το κόκκινο νήμα της αντίστασης (...) αμφισβήτησα ένοπλα το κρατικό μονοπώλιο (της βίας), γι’ αυτό καταδικάστηκα...». Το συμβούλιο εν προκειμένω δέχεται, αφενός μεν ότι στην έννοια του σωφρονισμού δεν περιλαμβάνεται η καθοιονδήποτε τρόπο ιδεολογική μεταστροφή του κατάδικου, στη συνέχεια όμως, αντιφατικά δέχεται ότι ο κρατούμενος δεν είναι πρόθυμος να αλλάξει στάση ζωής και να μεταμεληθεί αλλά εμμένει στην άποψη του περί ένοπλος ανατροπής του κρατικού μονοπωλίου της βίας και άρα καθιστά εναργές ότι, ευκαιρίας δοθείσης, δεν αποκλείεται να τελέσει και νέες αξιόποινες πράξεις ιδιαίτερες απαξίας».


Παράλληλα, οι αρεοπαγίτες επισημαίνουν πως «το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι ο κρατούμενος δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά κατά τη διάρκεια της κράτησης του, έχει δείξει καλή διαγωγή, έχει λάβει έξι τακτικές άδειες, των οποίων έκανε καλή χρήση, αλλά δεν περιλαμβάνει περιστατικά κακής χρήσης κατά τη διάρκεια των αδειών αυτών, περιοριζόμενο στην παραδοχή ότι «κατά τη διάρκεια της προηγούμενης άδειας του έκανε αμέριμνος περίπατο στο κέντρο της Αθήνας και μάλιστα επέτρεψε να ληφθούν και να δημοσιευθούν φωτογραφίες του, σε σημεία πλησίον εκείνων που δολοφονήθηκαν συγκεκριμένα θύματα του συμπεριφορά όλως προκλητική, που καταδεικνύει έμπρακτα πέραν πάσης αμφιβολίας την έλλειψη σεβασμού στην μνήμη των θυμάτων».