Συνταγματικές, κατά πλειοψηφία, κρίθηκαν σύμφωνα με πληροφορίες, οιπερικοπές των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας (13ος και 14ος μισθός) των εν ενεργεία υπαλλήλων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα.

Παρά τις θετικές αποφάσεις και εισηγήσεις, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, έλαβε κατά πληροφορίες, σε κεκλεισμένων των θυρών διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη Παρασκευή την επίμαχη απόφαση, βάζοντας «φρένο» στην καταβολή των δώρων και των επιδομάτων στους υπαλλήλους του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα!

Μάλιστα, η απόφαση αυτή έρχεται μόλις μερικές ημέρες πριν από τις Ευρωεκλογές και παρά τις αποφάσεις του ΣΤ τμήματος που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές καθώς και την αντίστοιχη εισήγηση η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της διάσκεψης της Ολομέλειας του ΣτΕ της περασμένης Παρασκευής.

Κατά πληροφορίες, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης, η νέα εισηγήτρια που ορίστηκε, η κυρία Ελένη Παπαδημητρίου, τάχθηκε με τις θέσεις του ΣΤ΄ Τμήματος, δηλαδή, υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων.

Η υπόθεση που εξετάστηκε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο αφορούσε συγκεκριμένα δικαστικούς υπαλλήλους που υπηρετούν εκτός Αθηνών.

Η κυρία Παπαδημητρίου με την εισήγησή της τάχθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας των περικοπών των τριών δώρων και της αντίθεσης των περικοπών με το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Η εισηγήτρια επικαλέστηκε και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι «λόγω της αποτυχίας είσπραξης των προβλεπομένων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προώθησης των διορθωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές».

Παράλληλα, υπογράμμισε ότι το δημόσιο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, κπρο του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη.

Αντίθετα, σύμφωνα με την εισηγήτρια «οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως και πάλι, κατά παράβαση της κατ΄ άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών».

Την ίδια στιγμή, τόνισε ότι οι περικοπές αδεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που παρέχει δέσμη μέτρων για ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών.

Η εισηγήτρια επικαλέστηκε και απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (4327/2014) τονίζοντας ότι «η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της Ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστη μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως τη εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ΄ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων».

Τελικά, η εισήγηση δεν έγινε αποδεκτή και κατά πληροφορίες, κατά πλειοψηφία κρίθηκαν συνταγματικές οι επίμαχες περικοπές των τριών δώρων των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να κλείσει το ζήτημα της αναδρομικής καταβολής τους στους εργαζόμενους.

Πάντως, υπενθυμίζεται ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ το έτος 2015 είχε κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο 4093/2012 με αφορμή τις περικοπές των συντάξεων που είχαν γίνει.Μετά την επίμαχη απόφαση του 2015 οι δημόσιοι υπάλληλοι ξεκίνησαν τις δικαστικές διεκδικήσεις τους για την περικοπή των δώρων-επιδομάτων και την αναδρομική είσπραξη τους.