Λίγο προτού εκπνεύσει το 2018 και και στον απόηχο της απόφασης του Λευκού Οίκου για απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τις κουρδοκρατούμενες περιοχές της Συρίας, υψηλόβαθμο κυβερνητικό κλιμάκιο της Τουρκίας έσπευσε στη Μόσχα για διαβουλεύσεις.

Στην πραγματικότητα, ανάλογες επαφές μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι σπάνιες. Ο Τούρκος υπουργός Αμυνας και ο αρχηγός της μυστικής υπρεσίας ΜΙΤ έχουν αναλάβει ρόλο συνωμοτισμού με τη ρωσική πλευρά της πρακτικής διεκπεραίωσης των ενεργειών της Τουρκίας στο θέμα επί συριακού εδάφους. Η Ρωσία οποίοι εκπροσωπείται στις συναντήσεις αυτές από τον υπουργό Αμυνας Σεργκέι Σοϊκγκού. Μόνο το τελευταίο εξάμηνο έγιναν άλλες δύο τέτοιες συναντήσεις (η μία τον Αυγουστο και η άλλη τον Νοέμβριο), με τη διαφορά ότι η τελευταία το περασμένο Σάββατο ήταν αναβαθμισμένη με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών.

Η αρχική ευφορία που προκάλεσε στην τουρκική πλευρά, τουλάχιστον σε επίπεδο επικοινωνιακής διαχείρισης, η αμερικανική απόφαση και που οδήγησε στις δηλώσεις του Ερντογάν για επικείμενη τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία, ανατολικά του Ευφράτη, επισκιάστηκε από την είσοδο στο Μανμπίτς του συριακού στρατού, κατόπιν προσκλήσεως των Κούρδων του YPG που ήλεγχαν τη στρατηγική αυτή περιοχή στη δυτική όχθη του ποταμού.

«Η Τουρκία αναμφίβολα θα αντιδράσει στη μεταβίβαση του ελέγχου του Μανμπίτς στις δυνάμεις του (Σύρου προέδρου) Ασαντ. Η Αγκυρα επιθυμούσε την αποχώρηση του YPG, αλλά η μεταβίβαση του ελέγχου της περιοχής στη Δαμασκό σημαίνει διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος σε εδάφη που ενδεχομένως να αποτελέσουν απειλή για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας» δηλώνει στο ρωσικό Sputnik ο Τούρκος πολιτικός αναλυτής Αϊντίν Σεζέρ, θέτοντας το κρίσιμο για την Αγκυρα ερώτημα εάν ο Άσαντ θα επιτρέψει την εγκατάσταση στην περιοχή σουνιτών Αράβων, δηλαδή αν θα ανοίξει το δρόμο για την «αποκουρδοποίησή» της. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εκτιμά, δεν θα υπάρξει απ’ ευθείας στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας και Συρίας. Κάτι τέτοιο άλλωστε, όπως εκτιμούν οι πάντες, δεν θα το επέτρεπε η Μόσχα.

Με την έως τώρα στάση της η Αγκυρα έχει δείξει ότι, παρά τους κατά καιρούς φραστικούς λεονταρισμούς του προέδρου Ερντογάν αναγνωρίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραματίζει στη Συρία η Μόσχα, ο οποίος μάλιστα αναβαθμίζεται τώρα περαιτέρω χάρη στο κενό που αφήνει πίσω της η αμερικανική στρατιωτική απουσία. Η επίσκεψη των υπουργών Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Άμυνας Χουλουσί Ακάρ (φωτογραφία), οι οποίοι συνοδεύονταν από τον αρχηγό της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν και τον στενό συνεργάτη του Ερντογάν, Ιμπραϊμ Καλίν, αυτό ακριβώς μαρτυρούσε. Η σύνθεση μάλιστα της τουρκικής αποστολής προδίδει ότι οι διαβουλεύσεις αφορούσαν τόσο στην αξιολόγηση της κατάστασης και  χάραξη νέας πολιτικής μετά την αποχώρηση των Αμερικανών, όσο και στο συντονισμό των ενεργειών σε πρακτικό επίπεδο επί του εδάφους -μία εύσχημη διατύπωση εκ μέρους των τούρκων αξιωματούχων, που με απλά λόγια σημαίνει ότι σφυγμομετρούν τις προθέσεις των Ρώσων για να δουν «μέχρι πού τους παίρνει να προχωρήσουν».

Προ της συναντήσεως στη Μόσχα, η Τουρκία προεξοφλούσε από τα χείλη των πλέον υψηλόβαθμων αξιοματούχων ότι θα προχωρήσει σε νέα (τρίτη κατά σειρά) στρατιωτική επιχείρηση  στη βόρεια Συρία, δηλώσεις οι οποίες έπαυσαν να ακούγονται μετά από το περασμένο Σάββατο, παρά το γεγονός ότι μέχρι και την ώρα που γράφονταν το παρόν η συγκέντρωση στρατιωτικού υλικού στα σύνορα συνεχίζονταν.

Μετά το τέλος της συνάντησης ο ρώσος υπουργός Εξεωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ αρκέστηκε στο να επιβεβαιώσει ότι συζητήθηκε η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στη Συρία μετά την αμερικανική απόσυρση. Από τουρκικής πλευράς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τονίστηκε με έμφαση, τόσο πριν όσο και μετά τη συνάντηση, η συνέχιση της πρωτοβουλίας της Αστάνα και η προσήλωση σε αυτήν της Αγκυρας. «Κοινή βούλησή μας είναι η εκκαθάριση όλων των τρομοκρατικών οργανώσεων από τα εδάφη της Συρίας» δήλωσε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, εξισώνοντας όπως συνηθίζει να κάνει του Κούρδους του YPG με το Ισλαμικό Κράτος, για να προσθέσει με νόημα «θα συνεχίσουμε τη στενή συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν στη Συρία και άλλα περιφερειακά ζητήματα. Ως εγγυήτριες χώρες (της διαδικασίας) της Αστάνα στηρίζουμε την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και την πολιτική ενότητα της».

Η πρωτοβουλία της Αστάνα, της επίσημης ληξιαρχικής πράξης γέννησης δηλαδή της τριμερούς συνεργασίας Ρωσίας-Ιράν Τουρκίας στο Συριακό, προσδίδει τώρα, μετά την απόφαση Τραμπ, επιπλέον αξία στην Τουρκία, προκειμένου αυτή να μην βρεθεί σε στρατηγικό κενό και να νομιμοποιήσει σε στέρεο έδαφος την ανάμειξή της στον πόλεμο της Συρίας, με απώτερο στόχο την διάλυση της de facto κουρδικής πολιτικής οντότητας στα σύνορά της.

«Οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν να θέσουν σε εφαρμογή τα σχέδια τους στη Συρία. Αυτή είναι η θετική πλευρά των πραγμάτων. Αυτό επετεύχθη χάρη στη συνεργασία Τουρκίας-Ρωσίας-Ιράν στην Αστάνα. Είναι κάτι που πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψη μας τις εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας με χώρες τις περιοχής πριν από το 2016, είναι προφανές τα κέρδη για την Τουρκία από την περιφερειακή συνεργασία. Αν η Τουρκία αποκοπεί από την πρωτοβουλία της Αστάνα, θα μείνει και πάλι μόνη της απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και αυτό μπορεί να σημάνει εκ νέου την έναρξη μίας αρνητικής περιόδου» εκτιμά ο δημοσιογράφος Τζεϊχούν Μποζκούρτ, ο οποίος πάντως δεν βλέπει τόσο αρνητικά την αποκατάσταση της εξουσίας της Δαμασκού ανατολικά του Ευφράτη, «αρκεί να ικανοποιηθούν οι ενδοιασμοί της Τουρκίας».  

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο καθηγητής Μπουρχανετίν Ντουράν, διευθυντής του Ιδρύματος Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (SETA) -ενός φιλοκυβερνητικού think tank επικεφαλής του οποίου είχε χρηματίσει και ο στενός συνεργάτης του κ. Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν- ο οποίος υποστηρίζει ότι «δεν έγινε αυτό που ανέμενε η Ουάσινγκτον, η Τουρκία δεν παραδόθηκε». Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι στη νέα κατάσταση διευρύνεται το πεδίο ελιγμών για την Αγκυρα: «Η Ρωσία επιθυμεί στη Συρία να κρατάει ισορροπίες και με το Ιράν. Η Ρωσία έχοντας ενισχύση την επιρροή της της στη Συρία μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, βλέπει τώρα ότι έχει περισσότερα οφέλη αν συνεργαστεί με την Τουρκία. Αν βάλουμε στο κάδρο και τα θέματα ενέργειας, τους S-400, τη Μαύρη Θάλασσα και τις σχέσεις ΗΠΑ- Τουρκίας, η Ρωσία θα υποχρεωθεί να ακολουθήσει μία ισορροπημένη πολιτική έναντι της Τουρκίας. Γενικά, η Τουρκία προτιμάει να έχει η ίδια καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, αλλά να μην είναι καλές οι σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών χωρών».

Ο τούρκος καθηγητής καταλήγει στην εκτίμηση ότι στη νέα κατάσταση τα γεγονότα εξελίσσονται υπέρ της Τουρκίας, καθώς διευρύνεται για την ίδια το πεδίο ελιγμών μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Μόσχας, άποψη -που όπως φαίνεται από τις επιλογές του- συμμερίζεται και ο πρόεδρος Ερντογάν, ο οποίος συνεχίζει να ακροβατεί  σε ένα παιχνίδι υψηλού στρατηγικού ρίσκου, που ξεπερνά κατά πολύ το πλαίσιο του πολέμου στη Συρία και με επίδικο το μέλλον προσωπικά του ιδίου και της χώρας του.