Τέλος εποχής για την Άνγκελα Μέρκελ, τουλάχιστον όσον αφορά στην ηγεσία του CDU. Έπειτα από 18 χρόνια στo τιμόνι των Χριστιανοδημοκρατών, η καγκελάριος θα μάθει εντός της ημέρας τον (ή την) πολιτικό που θα την διαδεχθεί. Θα επιλεγεί από τους 1.001 συνέδρους.

Η ίδια βέβαια σκοπεύει να παραμείνει στην καγκελαρία μέχρι τη λήξη της θητείας της, το 2021. Τότε, αν φυσικά τα καταφέρει, θα έχει κλείσει 16 χρόνια στο συγκεκριμένο αξίωμα, όσα και ο Χέλμουτ Κολ (1982-1998), ο οποίος την ανέδειξε.

Οι βασικοί υποψήφιοι είναι τρεις: ο νυν υπουργός υγείας Γενς Σπαν, που έχει επικρίνει την πολιτική της Μέρκελ, ο Φρίντριχ Μερτς, πρώην επικεφαλής των συντηρητικών και εσωκομματικός αντίπαλος της καγκελαρίου, και η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ, η γενική γραμματέας του CDU και στενή σύμμαχος της Μέρκελ. Πολλοί μάλιστα την αποκαλούν και «μίνι Μέρκελ».

Στο συνέδριο του κόμματος που λαμβάνει χώρα στο Αμβούργο πολλά είναι τα θέματα που απασχολούν. Το κυριότερο όμως είναι ένα: Τι αφήνει πίσω της η Μέρκελ; Και σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί ο διάδοχός της; Ακόμα και αν ακούγεται παράξενο να μιλά κανείς για την πολιτική κληρονομιά μιας προσωπικότητας που παραμένει ενεργή στην πολιτική ζωή, το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό.

Η Γερμανία δεν είναι μια τυχαία χώρα της Ευρώπης. Και η ίδια η Ευρώπη τα τελευταία χρόνια δυσκολεύεται να πείσει τους πολίτες της για το όραμά της. Το αποδεικνύει η άνοδος των ακροδεξιών-λαϊκιστικών κομμάτων. Και στην ίδια την Γερμανία, όπου το AfD σαρώνει πλέον και στις τοπικές εκλογές.

Σύμφωνα με έρευνα της Deutschlandtrend που έγινε για λογαριασμό του τηλεοπτικού καναλιού ARD, το 45% ψηφίζει την Κάρενμπάουερ, το 30% Μερτς και το 10% Σπαν.

Ο Μερτς θεωρείται το αουτσάιντερ στην κούρσα, σύμφωνα με την έρευνα, αλλά πολλοί λένε ότι θα κάνει την έκπληξη. Υπόσχεται στιβαρή ηγεσία και επιστροφή του κόμματος στα επίπεδα του 40%, εκεί δηλαδή που ήταν εκλογικά το 2013.

Ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ την αντίθεσή του στον τρόπο που οι Χριστιανοδημοκράτες αντιμετώπισαν την άνοδο της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), ουσιαστικά με απάθεια.

Πρόσφατα μάλιστα αποκαλύφθηκε ότι ο Μέρτς είχε «συζητήσεις» με τον τέως υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με στόχο να ρίξουν την Μέρκελ. Όλα αυτά στο μακρινό πλέον 2015, όταν αμφότεροι ανησυχούσαν ότι η ελληνική κρίση (πριν το τρίτο μνημόνιο) θα εκτόξευε τα ποσοστά της AfD.

Τελικά, η Μέρκελ παρέμεινε στη θέση της και ο Σόιμπλε πήγε στη Βουλή. Όσο για την «Εναλλακτική», σαρώνει στις τοπικές εκλογές, όχι λόγω Ελλάδας, αλλά λόγω της πολιτικής του Βερολίνου στο μεταναστευτικό. 

Ο Μερτς, άλλοτε ευρωβουλευτής και πικραμένος με την Μέρκελ, αν και είναι ο εκλεκτός του Σόιμπλε, έχει μείνει εκτός πολιτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αρκετοί του καταλογίζουν «διαπλοκή» με επιχειρηματίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Είναι πάντως, δεινός ρήτορας.

Ακριβώς στον αντίποδα, η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ: Αν και η θητεία της στην πρωθυπουργία κρατιδίου ήταν απόλυτα επιτυχημένη, δεν έχει επικοινωνιακά χαρίσματα. Αυτό βέβαια το καταλόγιζαν όλοι και στην Μέρκελ και δεν την εμπόδισε ποτέ να γίνει καγκελάριος και να κρατήσει το κόμμα για σχεδόν δύο δεκαετίες.

Το μεγάλο μειονέκτημα της Ανεγκρέτ, λένε πολλοί, ότι βρίσκεται πολύ κοντά στη «λογική Μέρκελ», άρα το κόμμα δεν θα ανανεωθεί ακριβώς. Πάντως, η ίδια έχει σαφώς πιο αυστηρές θέσεις στο μεταναστευτικό, εκεί που «ματώνει» το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας.

Ο Σπαν είναι ο νεότερος και αυτό είναι το μεγάλο του προσόν. Αλλά και το μεγάλο του μειονέκτημα, καθώς του καταλογίζεται ότι δεν θα μπορεί να συνδυάζει τη θέση στην κυβέρνηση Μέρκελ (υπουργός Υγείας) με την θέση του προέδρου του CDU.

Ο λόγος; Πώς θα συμφωνεί με την Μέρκελ στο Υπουργικό Συμβούλιο και μετά θα χαράζει διαφορετική πολιτική σε καίρια ζητήματα, ώστε οι Γερμανοί να αγαπήσουν και πάλι τους Χριστιανοδημοκράτες; Πάντως και ο Σπαν είναι οπαδός μιας πιο σκληρής πολιτικής στο μεταναστευτικό.