Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα παρουσιάζει η βρετανική εφημερίδα Guardian σχετικά με την άνοδο του δεξιόστροφου και αριστερόστροφου λαϊκισμού στην Ευρώπη τα τελευταία 20 χρόνια. Και όλα αυτά μόλις έξι μήνες προτού οι πολίτες της ΕΕ προσέλθουν στις κάλπες για την ανάδειξη του νέου Ευρωκοινοβουλίου.

Η έρευνα της εφημερίδας στηρίχθηκε στις πολιτικές εξελίξεις και τα εκλογικά αποτελέσματα σε χώρες-μέλη της ΕΕ από το 1998 μέχρι το 2018, ενώ πολύτιμη υπήρξε η βοήθεια δεκάδων επιστημόνων από χώρες της Ευρώπης.

Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά νούμερα: Πριν από δύο δεκαετίες, τα λαϊκιστικά κόμματα εξασφάλιζαν ένα 7% των ψήφων. Σήμερα έχουν φτάσει στο 25%, δηλαδή ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους τα προτιμά.

«Πριν απο λίγο καιρό ήταν ένα περιθωριακό φαινόμενο. Πλέον έχει γίνει mainstream. Το έδαφος στην Ευρώπη είναι εύφορο» αναφέρει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ Ματέις Ρόουντεϊν.

Ένα ακόμα εντυπωσιακό νούμερο: Το 1998 μόλις 12,5 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ζούσαν σε χώρα με τουλάχιστον έναν λαϊκιστή σε Υπουργικό Συμβούλιο. Το 2018 το ίδιο συμβαίνει για 170,2 εκατομμύρια Ευρωπαίους.

Τα αίτια είναι πολλά, παρά τις αναμενόμενες διαφορές του φαινομένου στην Ευρώπη: η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας υπήρξε καταλυτική, ειδικά για τον Ευρωπαϊκό Νότο. Εξίσου σημαντικό ζήτημα το προσφυγικό από το 2015 και μετά. 

Σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η απαξίωση των παραδοσιακών κομμάτων της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, είτε λόγω σκανδάλων και διαφθοράς είτε γιατί οι ψηφοφόροι δύσκολα εντοπίζουν τις διαφορές στα πολιτικά-οικονομικά-κοινωνικά τους προγράμματα. Αλλά και το γεγονός ότι πολλά κόμματα που ξεκίνησαν ως μετριοπαθή (πχ σε Ουγγαρία ή Πολωνία) είδαν την ευκαιρία μπροστά τους και στράφηκαν στον (δεξιόστροφο) λαϊκισμό.

Κάπως έτσι ένας σαγηνευτικός λαϊκιστής πολιτικός βρίσκει έδαφος. Από κοντά και τα κοινωνικά δίκτυα, που έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο που οι πολιτικοί κάνουν πολιτική. Σε αυτό η Ευρώπη δεν είναι μόνη, καθώς τα κοινωνικά δίκτυα αποθέωσαν τον Βραζιλιάνο Ζαΐρ Μπολσονάρο στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη μεγάλη χώρα της Νοτίου Αμερικής, για να μην αναφερθεί κανείς στον Ντόναλντ Τραμπ και την αγάπη του στo Twitter.

Μιλώντας πάλι για την Ευρώπη: Το φαινόμενο δεν μπαίνει σε «καλούπια», καθώς οι διαφορές από γεωγραφική περιοχή σε περιοχή είναι τεράστιες. Για παράδειγμα, στην Αυστρία ο λαϊκισμός έκανε την εμφάνισή του πίσω στο 1994, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη σχεδόν δεν είχαν ιδέα. Το λεγόμενο Κόμμα της Ελευθερίας πήρε 20% και σήμερα συμμετέχει στην κυβέρνηση συνασπισμού. Αντίστοιχα κόμματα υπήρξαν και σε άλλες χώρες τη δεκαετία του 1990 (Νορβηγία, Ελβετία, Ιταλία), αλλά με μικρή απήχηση.

Ωστόσο, η μεγάλη έκρηξη έγινε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν η οικονομική κρίση που χτύπησε τις ΗΠΑ έφτασε και στην Ευρώπη: Στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν έφτασε να διεκδικεί την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας, στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Νάιτζελ Φάρατζ του UKIP κουνούσε με καμάρι το βρετανικό διαβατήριο για να πείσει τους συμπατριώτες του να βγάλουν τη χώρα από την ΕΕ (ο ίδιος μετά παραιτήθηκε). 

Ο Guardian αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αριστερόστροφου λαϊκισμού τους Podemos στην Ισπανία που γεννήθηκαν από το κίνημα των Αγανακτισμένων. Στην Ελλάδα, τον ΣΥΡΙΖΑ ως μοναδικό κόμμα που έφτασε -όπως αναφέρει- να γίνει κυβέρνηση.

Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα: η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που μετρά ήδη 92 έδρες στην Ομοσπονδιακή Βουλή και μπαίνει σιγά-σιγά σε όλα τα τοπικά κοινοβούλια, το «δίδυμο» Σαλβίνι-Ντι Μάιο που κυβερνά την Ιταλία (50% της λαϊκής ψήφου) και το Fidesz του Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία (49% της λαϊκής ψήφου).

Επίσης, στη Σουηδία η ακροδεξιά έλαβε το 2018 το 17,5% των ψήφων και ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις -για την ώρα δεν μπορεί καν να σχηματιστεί κυβέρνηση.

Ένα ακόμα ενδιαφέρον και διδακτικό στοιχείο: Η αντίστροφη πορεία λαϊκιστικών κομμάτων όταν γίνουν εξουσία: Στο Βέλγιο οι Φλαμανδοί εθνικιστές έχουν μπει στην κυβέρνηση -ενδεχομένως και από ανάγκη να σχηματιστεί μία- με αποτέλεσμα να «μαλακώσουν» το λόγο τους και φυσικά να χάσουν επιρροή.

Στη Φινλανδία το κόμμα Finns πήρε 19% το 2011, έπεσε ελαφρώς στο 17,5% το 2015 και μπήκε στην κυβέρνηση. Από τότε όμως διασπάστηκε. Η εξουσία βλάπτει αυτού του είδους τις πολιτικές δυνάμεις, αφού μοιραία τις παρασύρει στην πολιτική φθορά ή τις  προσγειώνει ανώμαλα: ο ΣΥΡΙΖΑ -λέει ο Guardian- έχει χάσει τα παλιά του ποσοστά.

«Μακροπρόθεσμα τα λαϊκιστικά κόμματα θα παραμείνουν ισχυρά, ειδικά αυτά που κινούνται πέραν της δεξιάς. Το θέμα είναι πώς αντιδρούν οι μη λαϊκιστικές δυνάμεις» αναφέρει ο Ολλανδός Κας Μούντε, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λέιντεν.