Όσοι παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία τα τελευταία 15 και πλέον χρόνια κυριαρχίας του Ερντογάν, αργά ή γρήγορα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το πραγματικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι τόσο η τριτοκοσμικής αντίληψης «ενός ανδρός αρχή» που έχει επιβάλει στη χώρα ο πρόεδρος ή οι αδιέξοδες επιλογές του στην εξωτερική πολιτική, αλλά η έλλειψη αξιόπιστης αντιπολίτευσης.

Οι πάντες οφείλουν να αναγνωρίσουν στον κ. Ερντογάν την ικανότητά του να επιβάλλει όλα αυτά τα χρόνια τη δική του ατζέντα στην αντιπολίτευση, η οποία τον ακολουθεί σε μια πλειοδοσία επί των πολιτικών θέσεων που πάντα ο ίδιος θέτει.

Για παράδειγμα, όταν ο Ερντογάν συγκρουόταν με την Ευρωπαϊκή Ενωση, η αντιπολίτευση -και δη η κατά τεκμήριον δυτικοστραφείσα κεμαλική αντιπολίτευση- εμφανιζόταν «βασιλικότερη του βασιλέως», εκφράζοντας πιο αντιευρωπαϊκές θέσεις.

Ακόμη και στο θέμα της θρησκευτικής έκφρασης του Ισλάμ στον δημόσιο χώρο, ένα θέμα στο οποίο το κόμμα του κ. Ερντογάν αδιαμφισβήτητα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, η αντιπολίτευση επιχειρούσε να τον εμβολίσει πολιτικά πλειοδοτώντας σε πολιτικό λόγο προς την ίδια κατεύθυνση, προφανώς σε μια ανερμάτιστη προσπάθεια να του καταλογίσει ανεπάρκεια. Το ίδιο έπραξε πρόσφατα και στον καταμερισμό ευθυνών για το πραξικόπημα του 2016 όσο και στην εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο της Συρίας, συναγωνιζόμενη σε ακρότητα τη ρητορική Ερντογάν, αντί να αρθρώσει έναν εναλλακτικό λόγο, βοηθώντας τον ουσιαστικά στο να διαμορφώνει την πολιτική επικαιρότητα όπως ο ίδιος επιθυμεί και μεταφέροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πολιτικό παιχνίδι στο δικό του γήπεδο.

Παρόλο όμως που η γενική αυτή εικόνα δεν έχει αλλάξει, καθώς η αντιπολίτευση ακόμη στερείται μιας ηγετικής φυσιογνωμίας, αυθεντικού λόγου και δικών της στρατηγικών προτάσεων, είναι η πρώτη φορά που στο εκλογικό σώμα διαμορφώνεται μια ετερόκλητη, αλλά συμπαγής μάζα, που πιστεύει πλέον ότι στις εκλογές της 24ης Ιουνίου «κάθε επιλογή εκτός Ερντογάν είναι καλύτερη» και είναι απόλυτη η ανάγκη απομάκρυνσής του από την εξουσία για το καλό της χώρας, ακόμη κι αν δεν υπάρχει σχέδιο για την επόμενη ημέρα.

ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι αυτοί ναι μεν δεν έχουν ενιαία πολιτική τοποθέτηση, στο σύνολό τους όμως είναι, έστω και οριακά, πλειοψηφία.

«Αν κάποιος από τους υποψηφίους της αντιπολίτευσης περάσει στον δεύτερο γύρο με ποσοστό πάνω από 30% και ο Ερντογάν λάβει κάτω από 45%, αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες επιθυμούν αλλαγή εξουσίας», εκτιμά ο διευθυντής της εταιρείας ερευνών KONDA, Μπεκίρ Αγιρντίρ. Προσθέτει ωστόσο ότι, αν το ποσοστό του Ερντογάν φτάσει την πρώτη Κυριακή στο 47%-48%, τότε έχει βάσιμες ελπίδες επανεκλογής.

Είναι επίσης η πρώτη φορά από την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία που η αντιπολίτευση ορίζει τους κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού για την ακρίβεια της εκλογικής αριθμητικής και όχι της αντιπαράθεσης πολιτικών θέσεων.

Τι σημαίνει αυτό; α) Αν το κουρδικό HDP ξεπεράσει το όριο του 10% και εισέλθει στη νέα Εθνοσυνέλευση, ο Ερντογάν, ακόμη και αν εκλεγεί πρόεδρος, κινδυνεύει να μην έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να είναι ένας αδύναμος πρόεδρος. β) Η απόφαση της αντιπολίτευσης να κατέβει κάθε κόμμα στον πρώτο γύρο και να στηρίξει στον δεύτερο τον ισχυρότερο αντίπαλο του Ερντογάν θέτει εν αμφιβόλω την εκλογή του στον δεύτερο γύρο, ειδικά μάλιστα αν, όπως προαναφέρθηκε, το ποσοστό του την πρώτη Κυριακή δεν ξεπεράσει το 45%.

Επιπλέον, η διάσπαση των εθνικιστών, με το Καλό Κόμμα (Iyi Parti) της πρώην υπουργού Εσωτερικών Μεράλ Ακσενέρ να συμμαχεί με τους κεμαλιστές του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος και συνεχώς να ενισχύει τη δύναμή του σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, στερεί κρίσιμο εκλογικό ποσοστό από τους «Γκρίζους Λύκους» του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, συμμάχου του Ερντογάν και πιθανώς αντιπροέδρου στο πλευρό του μετά τις εκλογές .

ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Η εκλογική τριχοτόμηση της τουρκικής γεωγραφίας αποτυπώνει τις βαθιές κοινωνικές, οικονομικές, εθνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις στους κόλπους της κοινωνίας. Η πρώτη περιοχή εκτείνεται κατά μήκος των νότιων και δυτικών παραλίων, όπου κυριαρχούν τα αστικά κοινωνικά στρώματα με έναν τρόπο ζωής πιο κοντά στην Ευρώπη. Είναι περιφέρειες μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, με την ανάλογη καταναλωτική συμπεριφορά, τις οποίες προοδευτικά χάνει ο Ερντογάν. Η δεύτερη περιοχή περιλαμβάνει την Κεντρική και Ανατολική Τουρκία καθώς και -με κάποιες ιδιαιτερότητεςτα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.

Πρόκειται για περιοχές με παραδοσιακό τρόπο ζωής, κυρίαρχο το θρησκευτικό συναίσθημα και οικονομικά εξαρτώμενες από τις κρατικές ενισχύσεις, με τις ανάλογες οικονομικές προσδοκίες από την κυβέρνηση. Η τρίτη περιοχή περιλαμβάνει τις κουρδικές επαρχίες στα νοτιοανατολικά, με κυρίαρχα στοιχεία την οικονομική υστέρηση και το Κουρδικό.

Ο εκλογικός αυτός χάρτης της τριχοτομημένης Τουρκίας παγιώθηκε στο δημοψήφισμα πέρυσι τον Απρίλιο, όταν τα δυτικά και νότια παράλια ψήφισαν «όχι» στις συνταγματικές αλλαγές και η Κεντρική και Ανατολική Τουρκία τάχθηκε υπέρ των αλλαγών που πρότεινε το δίδυμο Ερντογάν - Μπαχτσελί. Η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος στις 24 Ιουνίου αναμένεται να είναι ανάλογη και πρέπει να θεωρείται απίθανο να επανακτήσει τις περιοχές αυτές ο Ερντογάν, ειδικά δε τα άλλοτε προπύργιά του Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Αγκυρα

Αυτό που διαπερνά οριζόντια αυτές τις τρεις γεωγραφικές περιοχές είναι η εθνικιστική γραμμή. Για τις μεν δύο πρώτες (παράλια και Κεντρική-Ανατολική Τουρκία) ο εθνικισμός αποτελεί τον μεταξύ τους συνεκτικό ιστό. Ενα ενδιάμεσο στρώμα, που δεν αντανακλά πλήρως τις δύο περιοχές, αποτελεί όμως κυρίαρχη ιδεολογία, που τις ενώνει, ακόμη κι αν κατά τόπους δεν είναι κομματικά κυρίαρχος. Εξ ου και η πλειοδοσία της εθνικιστικής ρητορικής που ακούγεται από όλους τους προεδρικούς υποψηφίους, με εξαίρεση τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς του φιλοκουρδικού HDP.

Τέλος, στην τρίτη γεωγραφική περιοχή ο τουρκικός εθνικισμός δεν βρίσκει, ως αναμενόταν, ανταπόκριση μεταξύ των κουρδικών πληθυσμών, συμβάλλει όμως άμεσα στην ενίσχυσή του στις άλλες δύο περιοχές εξαιτίας των συγκρούσεων επί σχεδόν 35 χρόνια του στρατού με τους Κούρδους αντάρτες.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο ρόλος των εθνικιστών καθίσταται αποφασιστικός και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ώθησαν τον Ερντογάν να συνεργαστεί με τους «Γκρίζους Λύκους» του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, όταν υποχρεώθηκε (για λόγους που δεν είναι του παρόντος) να κόψει τον Ιούνιο του 2015 τις γέφυρες με τους Κούρδους, θυσιάζοντας την προοπτική λύσης του Κουρδικού. Εκείνο που δεν είχε υπολογίσει ήταν ο εμβολισμός του Μπαχτσελί και κατ’ επέκταση του ιδίου από την Ακσενέρ.