Η Παρασκευή που ξημερώνει στο Βερολίνο φέρνει τα δύο μεγάλα κόμματα της Γερμανίας στο μεγάλο τραπέζι για νέα, τρίτη συγκυβέρνηση υπό την Άνγκελα Μέρκελ. Οι πρώτες διερευνητικές συνομιλίες -η μοναδική (ομαλή) επιλογή της Μέρκελ μετά το «όχι» που της είπαν οι Φιλελεύθεροι- είχαν καταλήξει σε ένα προκαταρκτικό κείμενο που η ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) είχε παρουσιάσει σε έκτακτο συνέδριο.

Εκεί, ο αρχηγός του κόμματος Μάρτιν Σουλτς κατάφερε μετά κόπων και βασάνων να πάρει το πράσινο φως από τα μέλη του κόμματος για να μπει σε «κανονικές» διαπραγματεύσεις με την Μέρκελ και το βαυαρικό CSU για νέο Μεγάλο Συνασπισμό.

Οι Χριστιανοδημοκράτες βιάζονται και πιέζουν καθημερινά να κλείσουν γρήγορα οι συνομιλίες και να σχηματιστεί κυβέρνηση. Οι Σοσιαλδημοκράτες αισθάνονται ότι πέφτει πάνω τους το βάρος να πιουν το «ποτήρι με το δηλητήριο».

Όλοι τους φοβούνται τα εναλλακτικά σενάρια: Από επαναληπτικές εκλογές δεν έχει να ελπίζει κανείς -και σίγουρα όχι το SPD, στο οποίο θα έμπαινε η ταμπέλα (όπως και στο FDP) πως αρνήθηκε να κυβερνήσει. Η θεωρητική διέξοδος της κυβέρνησης μειοψηφίας συνδυάζει μόνο τα χειρότερα από κάθε επιλογή.

Μπορεί λοιπόν ο Μεγάλος Συνασπισμός να φαίνεται μονόδρομος. Όμως τα πράγματα είναι περιπλοκότερα, επειδή πλέον στη Γερμανία, μετά την κάλπη σοκ, όλα μπορεί να φαίνονται απλά και ίδια (Μεγάλος Συνασπισμός πριν, Μεγάλος Συνασπισμός και μετά), αλλά πίσω από την επιφάνεια όλα έχουν αλλάξει.

Το SPD πρέπει να φανεί δύσκολο, επειδή η βάση ταλαντεύεται

Το χειροκρότημα σε εκείνο το έκτακτο συνέδριο που απέσπασε ο Σουλτς ήταν το χλιαρότερο της ημέρας - τα μέλη του SPD δεν πείστηκαν από τον Σουλτς, αλλά περισσότερο από τις εισηγήσεις των υπόλοιπων μεγάλων κεφαλιών στο κόμμα. Οι ημέρες εκείνες πέρυσι που ο Σουλτς ήταν ο «απόλυτος σταρ» μοιάζουν αιώνες πριν -σήμερα συζητείται ακόμη και το εάν, σε περίπτωση συγκυβέρνησης, θα πρέπει να πάρει υπουργείο ή όχι.

Σε εκείνο το συνέδριο φάνηκε καθαρότερα το τι συμβαίνει στο SPD: Το «ναι» ήταν οριακό (λίγο πάνω από 50%). Γιατί; Όχι μόνο επειδή πολλοί στο κόμμα δεν θέλουν να μπουν σε άλλη μία κυβέρνηση Μέρκελ, η οποία έχει επιβεβαιώσει τη φήμη ότι «χαντακώνει» στην κάλπη όποιον συνεργάζεται μαζί της. Το SPD το έχει πάθει δύο φορές (το 2009 και το 2017), οι Φιλελεύθεροι στο ενδιάμεσο (2013) - και για αυτό τώρα είπαν όχι.

Αλλά κυρίως για το εξής: Πίσω από το εσωκομματικό κίνημα που θέλει να να μείνει το SPD στην αντιπολίτευση βρίσκεται ο προβληματισμός για το τι ρόλο έχει σήμερα το κόμμα -αυτόν τον προβληματισμό τυχαίνει απλώς να εκφράζει η νεολαία του κόμματος. Ο αρχηγός της κομματικής νεολαίας, ο Κέβιν Κούνερτ, έχει γίνει το πρόσωπο των ημέρων, σηκώνοντας λάβαρο εναντίον του Σουλτς και βάζοντας σε κίνηση μία εκστρατεία που απευθύνεται στη βάση και θέλει να την κινητοποιήσει ώστε στο τέλος να επικρατήσει το «nein» (η εκστρατεία, με φυλλάδια και κινητοποιήσεις στο Διαδίκτυο, έχει τον τίτλο «βγες μπροστά, πες «όχι», και παίρνει εμπρός τώρα που ξεκινούν οι κανονικές διαπραγματεύσεις). Οι όποιες προσωπικές φιλοδοξίες του Κούνερτ είναι δευτερεύουσες.

Ο λόγος που αυτό το «όχι» βρίσκει απήχηση σε μέλη και βάση του SPD (έστω κι αν όχι ακόμη πλειοψηφική) είναι ότι το SPD βρίσκεται σε υπαρξιακό δίλημμα. Αναζητεί την ταυτότητά του, προσπαθεί να βγει από το φαύλο κύκλο των τελευταίων ετών, που του έχουν σχεδόν στερήσει την ιδιότητα του λαϊκού κόμματος, που το έχουν κάνει να μοιάζει αδύναμο, χλιαρό, συμβιβασμένο αντίτυπο του CDU (που, υπό την Μέρκελ, έχει κατακτήσει τον χώρο του κέντρου αξιοποιώντας το έδαφος που -για πολλούς- της είχε ανοίξει ο ίδιος ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ).

Το πρόβλημα λοιπόν του SPD είναι το ίδιο που έχουν όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, από την Ισπανία και τη Γαλλία μέχρι την Ιταλία και ακόμη και την Σουηδία.

Έτσι, όλοι στο SPD επαναλαμβάνουν πως απαιτείται επειγόντως «ανανέωση», αλλά υπάρχουν δύο τάσεις στο πώς αντιλαμβάνονται τον δρόμο για την ανανέωση: Η πρώτη θέλει το SPD να μείνει στην αντιπολίτευση (κάτι που, παρεμπιπτόντως, μέχρι κι ο ίδιος ο Σουλτς είχε «αυθόρμητα» υποστηρίξει το βράδυ μετά τις εκλογές, έστω κι αν μετά άλλαξε γνώμη), να αναγεννηθεί εκεί, εκτός, και πιστεύει ότι μόνο φθορά θα προκαλέσει νέα συγκυβέρνηση με την Μέρκελ.

Η δεύτερη τάση, εκείνη που σήμερα εκφράζει ο Σουλτς, η υπόλοιπη ηγεσία και εκείνη η οριακή πλειοψηφία του έκτακτου συνεδρίου, υποστηρίζει σε αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι πως το SPD όχι μόνο μπορεί αλλά και οφείλει να είναι παρόν στη διακυβέρνηση της χώρας, να συνδιαμορφώνει πολιτικές επί το «λαϊκότερο» και έτσι να πείσει τους Γερμανούς να επιστρέψουν στις αγκάλες του.

Και οι δύο πλευρές έχουν επιχειρήματα: Η προηγούμενη συγκυβέρνηση όντως είχε περάσει μέτρα εξαιτίας της συμμετοχής του SPD που δεν θα είχε περάσει μόνη της η Μέρκελ - ο κατώτατος μισθός είναι το πρώτο αλλά όχι το μοναδικό. Πολλοί πιστεύουν ότι το λάθος ήταν πως αυτό δεν «επικοινωνήθηκε» αρκετά.

Η πλευρά που προτιμά αντιπολίτευση υποστηρίζει πως αυτού του είδους η ελπίδα μπορεί να είναι ειλικρινής, αλλά έχει ήδη διαψευστεί δύο φορές. Κάθε φορά, με την Μέρκελ, αυτό προσπαθούσε να κάνει το SPD, και κάθε φορά βυθιζόταν έπειτα στις κάλπες.

Ο πραγματισμός πίσω από το περιεχόμενο

Οι διαπραγματεύσεις για τον νέο Μεγάλο Συνασπισμό έχουν, επισήμως, τρία αγκάθια που αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτήν την πρόκληση του SPD να αρθρώσει «σοσιαλδημοκρατικότερο» λόγο: Περιορισμός των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για αύξηση των συμβάσεων αορίστου χρόνου, αντιμετώπιση της ασφάλισης «δύο ταχυτήτων» (το SPD πιστεύει πως οι ίδιες δομές υγείας αντιμετωπίζουν καλύτερα όσους έχουν ιδιωτική ασφάλιση αντί όσους έχουν δημόσια) και το θέμα του προσφυγικού.

Τόσο επιφανειακά όσο και στην ουσία τους, αυτά τα τρία -μαζί με το ζήτημα του μέλλοντος της Ευρώπης, όπου όμως οι συσχετισμοί ξεπερνούν το Βερολίνο- αντανακλούν το υπαρξιακό δίλημμα του SPD.

Οπότε, σε κάθε περίπτωση, οι διαπραγματεύσεις που ξεκινούν την Παρασκευή θα πρέπει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να είναι μακρές και τουλάχιστον να δείχνουν δύσκολες: Όχι μόνο για την τιμή των όπλων, αλλά και για να πειστούν τα μέλη του κόμματος στο τέλος να πουν το «ναι».

Για αυτό δεν θα λείψουν οι λόγοι. Υπενθυμίζεται ότι ο «Μεγάλος Συνασπισμός» δεν είναι συγκυβέρνηση δύο, αλλά τριών κομμάτων: Το SPD δεν πρέπει να συμφωνήσει μόνο με το CDU της Μέρκελ αλλά και με το ακόμη σκληρότερο CSU (το αδελφό κόμμα του CDU στη Βαυαρία). Αν το SPD αναζητεί συγκρουσιακές διαπραγματεύσεις, το CSU -που πέρασε το ίδιο τους τελευταίους μήνες μία κρίση ηγεσίας- θα του κάνει ευχαρίστως τη χάρη.

Πίσω πάντως ακόμη και από την «αισιοδοξία» όσων στο SPD πιστεύουν πως το κόμμα έχει μέλλον μετά από νέο συνασπισμό με την Μέρκελ, υπάρχει ένας ανομολόγητος πραγματισμός: Το SPD δεν μπορεί να ποντάρει ρεαλιστικά στο ότι θα πείσει αποκλειστικά και μόνο χάρη στην επιβολή «δικών» του πολιτικών, αλλά βασικά μόνο στο ότι έρχεται το «τέλος της εποχής Μέρκελ».

Αρκετοί πιστεύουν ότι απέναντι στην Μέρκελ το SPD δεν μπορεί να κάνει και πολλά, και θα «απελευθερώσει» τις δυνάμεις του μόνο όταν η Μέρκελ φύγει από το προσκήνιο -και πολλοί πιστεύουν ότι αυτή θα είναι η τελευταία θητεία. Οπότε, μέχρι τότε, πιστεύει πως είναι καλύτερο να είναι στην εξουσία παρά στην αντιπολίτευση.