Η ιαπωνική κατοχή της Κορέας από το 1910 και μετά ήταν ιδιαίτερα βίαιη, εκατοντάδες χιλιάδες Κορεάτες υποχρεώθηκαν να πάνε να εργαστούν στην Ιαπωνία και αργότερα είχαμε εκτεταμένα φαινόμενα σεξουαλικής δουλείας γυναικών από την Κορέα στον ιαπωνικό αυτοκρατορικό στρατό. Η μετέπειτα ηγεσία της Βόρειας Κορέας, πρώτα και κύρια ο ίδιος ο Κιμ Ιλ-σουνγκ, κέρδισε κύρος και αναγνώριση επειδή πολέμησε για 13 χρόνια ενάντια στους Ιάπωνες. Ο πυρήνας της ηγεσίας του κορεατικού καθεστώτος και του κόμματος θα προέρχεται από τα στελέχη της αντίστασης στην Ιαπωνία, και ακόμη και σήμερα οι απόγονοί τους κατέχουν ιδιαίτερα υψηλές θέσεις. Οι Ιάπωνες χρησιμοποίησαν όλα τα δυνατά μέσα και μεγάλη βία για να κάμψουν το αντάρτικο αλλά δεν το κατάφεραν.

Μετά την ήττα της Ιαπωνίας το 1945 και την απελευθέρωση της Κορέας, οι αμερικανοί ανησυχούσαν για τον κίνδυνο επέκτασης της σοβιετικής επιρροής και πρόκριναν τη διαίρεση της Κορέας. Τότε επιλέχτηκε η αυθαίρετη διαίρεση των δύο ζωνών που πρότειναν οι αμερικανοί και αποδέχτηκαν οι σοβιετικοί το 1945 κατά μήκος του 38ου παράλληλου. Αυτή μοίραζε ισότιμα τις δύο ζώνες και διατηρούσε τη Σεούλ, που απέχει λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από τη συνοριακή γραμμή, υπό αμερικανικό έλεγχο. Οι αμερικανοί έστειλαν στρατιωτικές δυνάμεις στο νότο και εγκατέστησαν στρατιωτική κυβέρνηση, αξιοποιώντας πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό που προηγουμένως είχε υπηρετήσει στις ιαπωνικές δυνάμεις κατοχής. Ο πρώην αξιωματικός του ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού Κιμ Σοκ-γουόν ανέλαβε τη διακυβέρνηση και η επιθετική του στάση έναντι της Βόρειας Κορέας οδήγησαν στο ξέσπασμα του «Πολέμου της Κορέας». Στο πλευρό των αμερικανών που θα έχουν να αντιμετωπίσουν βορειοκορεατικές αλλά και κινεζικές δυνάμεις θα σταλούν και έλληνες στρατιώτες (186 εκ των οποίων έχασαν τη ζωή τους).

Οι αναμνήσεις από τις αμερικανικές βαρβαρότητες, που περιλάμβαναν και εκτεταμένους καταστροφικούς βομβαρδισμούς στις πόλεις της Βόρειας Κορέας (για μια περίοδο τα αμερικανικά βομβαρδιστικά έριχναν 800 τόνους εκρηκτικών την ημέρα σε κορεατικούς στόχους), τα συνολικά 1,3 εκατομμύρια θύματα του πολέμου, για χρόνια θα συμβάλουν σε ένα έντονο αντιαμερικανικό κλίμα σε όλη την Κορέα. Ο πόλεμος θα τελειώσει το 1953, ενώ στο μεταξύ είχαμε φτάσει αρκετά κοντά στη χρήση αμερικανικών πυρηνικών όπλων ενάντια σε κινεζικούς και σοβιετικούς στόχους.

Οι αμερικανοί θεωρούσαν τη Νότια Κορέα ως έναν από τους βασικούς κρίκους της πολιτικής ασφαλείας τους. Θα βοηθήσουν την οικονομική ανασυγκρότησή της, μέσα από ένα μοντέλο εκβιομηχάνισης μέσω υποκατάστασης εξαγωγών. Για αρκετά χρόνια το καθεστώς της Νότιας Κορέας θα είναι αυταρχικό, με τη δικτατορία του Παρκ Τζονγκ-χουί. Η οικονομική ανάπτυξη της Νότιας Κορέας θα συνδυαστεί και με εκτεταμένη διαφθορά, καθώς το «οικονομικό θαύμα» στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση πολύ μεγάλων ομίλων εταιριών, τα τσαεμπόλ σε διαπλοκή με την πολιτική εξουσία.

Από τη μεριά της η Βόρεια Κορέα θα ακολουθήσει το «δικό της δρόμο». Παρότι τυπικά εντασσόταν στον ορίζοντα των «λαϊκών δημοκρατιών», διατήρησε καλές σχέσεις και με την ΕΣΣΔ και την Κίνα, ακόμη και μετά τη σινοσοβιετική ρήξη της δεκαετίας του 1960.

Το βασικό στοιχείο του βορειοκορεατικού καθεστώτος είναι η έμφαση στην αυτάρκεια και η απομόνωση σε σχέση με τον έξω κόσμο. Το καθεστώς αντλούσε σημαντική νομιμοποίηση από την ανάμνηση της αντίστασης απέναντι στους Ιάπωνες και τους Αμερικανούς και από την αίσθηση εθνικής υπερηφάνειας που μπορεί να προσέδιδε. Αυτό θα αποτυπωθεί στην ιδεολογία του Γιουτσέ, που συγκεφαλαίωνε την πολιτική ανεξαρτησία, την οικονομική αυτάρκεια και την αμυντική αυτοτέλεια και που ενσωμάτωνε την λατρεία του εκάστοτε «Μεγάλου Ηγέτη» στην επίσημη ιδεολογία, απομακρυνόμενη αρκετά από την «μαρξιστική-λενινιστική» ορθοδοξία.

Η Βόρεια Κορέα θα δοκιμαστεί από την κατάρρευση του «σοβιετικού στρατοπέδου» και κυρίως τη δραματική μείωση των εισαγωγών αγροτοδιατροφικών προϊόντων, με αποτέλεσμα μια επισιτιστική κρίση στην περίοδο 1994-1998 με πολλά θύματα. Όμως, δεν θα καταρρεύσει.

Η αμυντική οχύρωση και η απομόνωση έγινε ακόμη πιο έντονη μετά την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Αν και τέθηκε αρχικά το ερώτημα μιας επανασυμφιλίωσης ανάμεσα στις δύο χώρες, δεν υπήρχαν ούτε οι κοινωνικοί όροι ούτε οι γεωπολιτικές συνθήκες για κάτι τέτοιο. Από τη δεκαετία του 1990 στην επίσημη ιδεολογία του Γιουτσέ θα προστεθεί και η πολιτική γραμμή του Σονγκούν που έθετε την αμυντική ισχυροποίηση ως αναγκαία προϋπόθεση για την βελτίωση και της οικονομικής κατάστασης. Αυτό αναβάθμισε ακόμη περισσότερο και το ρόλο του στρατού στην βορειοκορεατική κοινωνία. Η Βόρεια Κορέα είναι μια ιδιαίτερα στρατιωτικοποιημένη χώρα. Με πληθυσμό περίπου 25 εκατομμυρίων έχει τον τέταρτο μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο, με 1,3 εκατομμύρια στρατιώτες, λίγο μικρότερο σε αριθμό από αυτόν των ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα, χωρίς τις εγγυήσεις που έδινε η ισορροπία ανάμεσα στα δύο μπλοκ το βορειοκορεατικό καθεστώς αισθάνθηκε ότι βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο και ότι δεν θα μπορούσε απλώς να επαφίεται στη διατήρηση σχέσεων με την Κίνα. Άλλωστε, παρά τους ιστορικούς δεσμούς της κοινής πάλης κατά των Ιαπώνων αρχικών και των αμερικανών αργότερα οι δύο χώρες ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένες, με την ηγεσία της Βόρειας Κορέας να επιμένει στην ανεξάρτητη πορεία της και την κινεζική ηγεσία να είναι παραδοσιακή καχύποπτη για ισχυρές δυνάμεις στην άμεση περιφέρειά της.

Στην περίοδο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ξεκινά και η προετοιμασία του πυρηνικού προγράμματος της Κορέας. Βλέποντας τη συντριβή άλλων χωρών που βρέθηκαν στο στόχαστρο των ΗΠΑ και των δυτικών, από το Ιράκ μέχρι τη Λιβύη, το βορειοκορεατικό καθεστώς εκτίμησε ότι ο μόνος τρόπος για να υπερασπιστεί την ύπαρξή του ήταν να αποκτήσει έγκαιρα πυρηνικά όπλα.

Άλλωστε, ήταν η ίδια απειλούμενη με επίθεση με πυρηνικά όπλα. Για πολλά χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εγκατεστημένα σε νοτιοκορεατικό έδαφος τακτικά πυρηνικά όπλα, ενώ ακόμη και μετά την απόσυρσή τους, οι ΗΠΑ δεν σταμάτησαν να πραγματοποιούν πτήσεις στρατηγικών βομβαρδιστικών που μπορούν να φέρουν πυρηνικά όπλα. Ούτως ή άλλως τα αμερικανικά πυρηνικά υποβρύχια που περιπολούν ανοιχτά της Βόρειας Κορέας είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν πολύ μεγάλα πλήγματα με πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές.