Οκτώ νέοι πλανήτες ανακαλύφθηκαν σε τέτοια τροχιά και απόσταση από τα άστρα τους, που θα μπορούσαν να επιτρέψουν την ύπαρξη ωκεανών και ζωής.

Η ανακάλυψη αυτή διπλασιάζει τον αριθμό των μικρών πλανητών, με διάμετρο μικρότερη από το διπλάσιο της Γης, οι οποίοι πιστεύεται ότι βρίσκονται στην κατοικήσιμη ζώνη των μητρικών τους άστρων, αναφέρει δημοσίευμα στην ιστοσελίδα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail.

Από τους οκτώ αυτούς πλανήτες, οι αστρονόμοι αναφέρουν ότι δύο μοιάζουν πολύ στη Γη, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο γνωστό εξωπλανήτη μέχρι σήμερα.

«Οι περισσότεροι από αυτούς τους πλανήτες έχουν καλές πιθανότητες να έχουν την ίδια βραχώδη επιφάνεια με τη Γη» ανέφερε ο επιστήμονας Dr Guillermo Torres από το Κέντρο Αστροφυσικής Harvard-Smithsonian Centre for Astrophysics στο Κέιμπριτζ των ΗΠΑ.

Οι δύο πλανήτες που θυμίζουν περισσότερο τη Γη, γνωστοί ως Kepler-438b και Kepler-442b, βρίσκονται και οι δύο σε τροχιά γύρω από κόκκινα αστέρια νάνους, τα οποία είναι μικρότερα και πιο ψυχρά από τον Ήλιο.

Με διάμετρο μόλις 12% μεγαλύτερη της Γης, ο Kepler-438b έχει 70% πιθανότητες να έχει βραχώδη επιφάνεια, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των επιστημόνων. Ο Kepler-442b είναι κατά ένα τρίτο περίπου μεγαλύτερος από τη Γη και η πιθανότητα η επιφάνειά του να είναι παρόμοια με αυτή της Γης κυμαίνεται στο 60%.



Για να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εντός της κατοικήσιμης ζώνης, γνωστή αλλιώς και ως ζώνη «Goldilocks», ένας πλανήτης πρέπει να είναι ούτε πολύ θερμός, ούτε πολύ ψυχρός και να λαμβάνει σχεδόν την ίδια ποσότητα φωτός από τον Ήλιο, όσο η Γη.

«Για τους υπολογισμούς μας επιλέξαμε να υιοθετήσουμε τα ευρύτερα εύλογα όρια, που θα μπορούσαν να επιτρέψουν την ύπαρξη ζωής στη Γη» πρόσθεσε ο Dr Torres.

Ο Kepler-438b λαμβάνει περίπου 40% μεγαλύτερη ποσότητα φωτός σε σχέση με τη Γη, κάτι που «μεταφράζεται» σε 70% πιθανότητες να βρίσκεται εντός κατοικήσιμης ζώνης. Το άλλο άστρο λαμβάνει περίπου κατά δύο τρίτα πιο πολύ φως από τη Γη, με την πιθανότητα να βρίσκεται εντός κατοικήσιμης ζώνης να ανέρχεται στο 97%.

Τα ευρήματα της επιστημονικής ομάδας παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Αστρονομικής Ένωσης (American Astronomical Society) στην Ουάσινγκτον και δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Astrophysical Journal.