Θέλοντας να διαφοροποιήσουν την οικονοµία τους και να την απεξαρτήσουν από το πετρέλαιο, να περιορίσουν την επιρροή της Κίνας σε Αφρική και Μέση Ανατολή και να αναδειχθούν σε παγκόσµιους παίκτες στην «πράσινη» ενέργεια, τα κράτη του Κόλπου επενδύουν πλέον µε µεγάλα χαρτοφυλάκια στις εξορύξεις µετάλλων που είναι χρήσιµα σε εναλλακτικές ενεργειακές επενδύσεις.

Οι Σαουδάραβες επενδυτές είναι καλοδεχούµενοι τόσο από τα κράτη όσο και από τις εξορυκτικές εταιρείες, που βλέπουν στη Μέση Ανατολή µια λύση στο πολιτικό και οικονοµικό δίληµµα: «ΗΠΑ ή Κίνα». Τα κεφάλαια προέρχονται από πετροδολάρια και ρέουν άφθονα, αν και δεν λείπουν κάποιες ανησυχίες ότι οι µεσανατολικές επενδύσεις στήνονται γρήγορα και µε διαδικασίες που, ειδικά όταν η επένδυση γίνεται στην Αφρική, µπορεί να εγείρουν ζητήµατα διαφάνειας.

Το περσινό καλοκαίρι, οι τραπεζίτες της Rothschild, που συνεργάζονταν µε την κυβέρνηση της Ζάµπια, ετοιµάζονταν να κλείσουν τη λίστα των ενδιαφερόµενων «µνηστήρων» για το Μοπάνι, το ορυχείο χαλκού, που ανήκε προηγουµένως στην Glencore. Οι προσφορές θα έκλειναν µε την κινεζική Zijin Mining και τη νοτιοαφρικανική Sibanye-Stillwater, όταν στο παιχνίδι µπήκε µια άγνωστη έως τότε εταιρεία από τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, η International Resources Holding. Στην πραγµατικότητα, η µητρική εταιρεία της IRH, η αξίας 240 δισ. δολαρίων International Holding Company, του σεΐχη Τανούν Μπιν Ζαγιέντ αλ-Ναχιάν, είχε ξεκινήσει τις επαφές µε την κυβέρνηση της Ζάµπια εδώ και µία διετία. Μέχρι τον ∆εκέµβριο, η συµφωνία είχε κλείσει µε την IRH για έλεγχο του 51% του ορυχείου έναντι 1,1 δισ. δολαρίων και έως τον Μάρτιο είχε οριστικοποιηθεί.

Εκτός από τα ΗΑΕ, όµως, και η Σαουδική Αραβία στοχεύει να αυξήσει τη συµβολή των µεταλλευτικών δραστηριοτήτων στην οικονοµία της χώρας από 17 δισ. δολάρια σε 75 δισ. δολάρια έως το 2035. Το Οµάν, πάλι, έχει ξεκινήσει να κατασκευάζει το µεγαλύτερο «πράσινο» εργοστάσιο χάλυβα, στο οποίο θα κάνει χρήση σιδηροµεταλλευµάτων από το Καµερούν. Και η Επενδυτική Αρχή του Κατάρ αποτελεί ήδη τον δεύτερο µεγαλύτερο µέτοχο της Glencore.

Με βάση το «Οραµα 2030» του πρίγκιπα διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάµεντ µπιν Σαλµάν, για τον εκσυγχρονισµό της οικονοµίας, οι εξορύξεις και τα σπάνια µέταλλα επιδιώκεται να αποτελέσουν τον τρίτο πυλώνα της βιοµηχανικής δραστηριότητας, µετά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και τα πετροχηµικά. Η χώρα θέλει να εκµεταλλευθεί τα υπολογιζόµενης αξίας 2,5 τρισ. δολαρίων µεταλλευτικά αποθέµατά της, τα οποία διερευνά η πετρελαϊκή Saudi Aramco µαζί µε την κρατική µεταλλευτική Ma’aden. Ωστόσο, αναµένεται να περάσει τουλάχιστον µία δεκαετία µέχρι να ανοίξει ο δρόµος για την εκµετάλλευσή τους, ενώ τις εγχώριες εξορύξεις περιπλέκουν και άλλα προβλήµατα, όπως η έλλειψη νερού και εξειδικευµένων στις εξορύξεις µηχανικών.

«Εχουµε το µεγαλύτερο πρόγραµµα διερεύνησης υδρογονανθράκων στον κόσµο. Αλλά δεν έχουµε όλα τα ορυκτά που χρειαζόµαστε για τις µελλοντικές πρωτοβουλίες µας», ανέφερε σε συνέδριο στο Ριαντ ο Γιασίρ αλ-Ρουµαγιάν, κυβερνήτης του ∆ηµόσιου Επενδυτικού Ταµείου της Σαουδικής Αραβίας. Το βασίλειο δηµιούργησε ήδη την κοινοπραξία Manara Minerals για να εξασφαλίσει χαλκό, σιδηροµεταλλεύµατα, λίθιο και νικέλιο, ενώ επενδύει σε εταιρείες blue chip, όπως οι BHP και Rio Tinto, προκειµένου να εξασφαλίσει και µέσω αυτών πρώτες ύλες.

Παράλληλα, η Σαουδική Αραβία σκοπεύει να τοποθετηθεί επενδυτικά στο επίκεντρο µιας υπερπλούσιας σε µεταλλεύµατα περιοχής, που επεκτείνεται από την Αφρική, την εγγύς Ανατολή έως και την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία. Ηδη τον Ιανουάριο υπέγραψε συµφωνίες για εξορύξεις µε την Αίγυπτο, τη Ρωσία, το Μαρόκο και το Κονγκό. Οι πρώτες ύλες χρησιµεύουν για παραγωγή χάλυβα και ηλεκτρικών οχηµάτων, προορισµένων για ανερχόµενες καταναλωτικές αγορές, όπως είναι η Ινδία.

Σύµφωνα µε τη Wood Mackenzie, για να ανταποκριθεί στους κλιµατικούς στόχους που έχει θέσει, κατασκευάζοντας ηλιακά πάνελ, ηλεκτρικά οχήµατα και δίκτυα ηλεκτροδότησης, το Ριάντ θα χρειαστεί να δαπανήσει περί τα 4,1 τρισ. δολάρια σε εξορύξεις και επεξεργασία σπάνιων γαιών.

Σε πλούσιο υπέδαφος

Το εµιράτο του Ντουµπάι, κοµβική αγορά σπάνιων γαιών, ήδη έχει επεκταθεί σηµαντικά σε λιµάνια και δίκτυα logistics της Αφρικής. Η κρατική D.P. World έχει διευκολύνσεις στο λιµάνι του Κονγκό στον Ατλαντικό και στο Νταρ ες Σαλάαµ της Τανζανίας, στον Ειρηνικό Ωκεανό, κοµβικό λιµάνι για το εµπόριο χαλκού από τη Ζιµπάµπουε και τη Ζάµπια.

Η επιδίωξη της χρηµατοδότησης µε πετροδολάρια οδηγεί τις εταιρείες του χώρου να προχωρήσουν τις επενδύσεις σε λιγότερο ασφαλείς, αλλά µε πλούσιο υπέδαφος περιοχές. Ετσι, η Barrick Gold, η δεύτερη µεγαλύτερη παραγωγός χρυσού παγκοσµίως, επιδιώκει να προσελκύσει σαουδαραβικά και καταριανά κεφάλαια για το ορυχείο χαλκού Ρέκο Ντικ, στο ∆υτικό Πακιστάν, µια περιοχή µε ιστορικό εθνοτικών εξεγέρσεων.

Ταυτόχρονα, ακολουθώντας τα βήµατα που χάραξε η Κίνα µέσω του εµπορικού δρόµου «Μία ζώνη, ένας δρόµος», τα αραβικά κράτη υπόσχονται στις χώρες στις οποίες επενδύουν πακέτα επενδύσεων µε επίκεντρο τις εξορύξεις. Για παράδειγµα, στη Ζάµπια τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα θα επενδύσουν -εκτός από το Μοπάνι και την ενέργειαστη γεωργία και τον τουρισµό.

Όµως δεν λείπουν και οι ανησυχίες πως αυτό το κύµα επενδύσεων µπορεί να έχει και κενά διαφάνειας. Ο παγκόσµιος επικεφαλής στρατηγικής της IRH, που έκλεισε τη συµφωνία στο Μοπάνι της Ζάµπια, ήταν προηγουµένως επικεφαλής της Primera Group του Άµπου Ντάµπι. Πέρυσι η Primera εξασφάλισε στο Κονγκό µονοπώλιο 25ετίας για όλα τα αποθέµατα χρυσού που µπορούν να εκσκαφθούν χειροκίνητα µε εργάτες, µε φόρο µόλις 0,25%, την ώρα που η συνηθισµένη χρέωση για τους εξαγωγείς ανέρχεται στο 6%.

Ωστόσο, για τα κυρίως αφρικανικά κράτη, ο αραβικός παράγοντας είναι ελκυστικός και για ακόµα έναν λόγο: «Οι επενδύσεις από τη Μέση Ανατολή προσφέρουν ανακούφιση, καθώς δεν µπορούν να θεωρηθούν υπέρ της µίας πλευράς ή της άλλης (ΗΠΑ και Κίνα)», σχολιάζει στους «Financial Times» o πρόεδρος της Ζάµπια, Χακαΐντε Χιτσιλέµα.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά