Σοκ προκάλεσε η είδηση ότι σχεδόν 200 πτώματα βρέθηκαν στοιβαγμένα και σε αποσύνθεση σε ένα γραφείο τελετών στο Κολοράντο, με τους νομοθέτες να προτείνουν νομοσχέδια για την αναθεώρηση των κανονισμών των γραφείων τελετών της πολιτείας.

Συγκεκριμένα, οι πολιτειακοί νομοθέτες παρουσίασαν τη Δευτέρα ένα διακομματικό νομοσχέδιο, το οποίο θα εφαρμόσει τις πρώτες απαιτήσεις αδειοδότησης του Κολοράντο για να γίνει κάποιος διευθυντής γραφείου κηδειών, φέρνοντας τους κανόνες αδειοδότησης σε ευθυγράμμιση με όλες τις άλλες πολιτείες. Το νομοσχέδιο θέτει επίσης απαιτήσεις για άλλες θέσεις εργασίας του κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των βαλσαμωτών και των αποτεφρωτών. Εάν το νομοσχέδιο περάσει, για την άδεια θα απαιτείται έλεγχος ιστορικού, πτυχίο στην επιστήμη των νεκροτομών, πέρασμα από εθνικές εξετάσεις και μαθητεία.

Αφορμή για το νομοσχέδιο στάθηκε το γεγονός ότι εκατοντάδες οικογένειες βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη φρίκη, όταν πληροφορήθηκαν ότι τα λείψανα των αγαπημένων τους προσώπων δεν βρίσκονταν στις στάχτες, που σκόρπισαν τελετουργικά ή κρατούσαν για χρόνια, αλλά αντίθετα αποσυντέθηκαν σε ένα κτίριο.

Όπως δήλωσε σε συνέντευξη τύπου ένας από τους υποστηρικτές του νομοσχεδίου, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Ντίλαν Ρόμπερτς: «Πάρα πολλές οικογένειες του Κολοράντο χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν την αποτρόπαια και απαράδεκτη πραγματικότητα ότι τα λείψανα των αγαπημένων τους προσώπων είχαν κακομεταχειριστεί, χαθεί, φροντιστεί ακατάλληλα, πωληθεί»

Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Φεβρουάριο, λίγους μήνες μετά την εύρεση 190 πτωμάτων σε ένα μολυσμένο από κοριούς γραφείο τελετών δύο ώρες νότια του Ντένβερ, βρέθηκε άλλο ένα πτώμα, αυτό της Christina Rosales. Το πτώμα της γυναίκας αυτής έμεινε σε μια νεκροφόρα, σκεπασμένο με κουβέρτες, επί 18 μήνες. Ανακαλύφθηκε μόνο επειδή ο ιδιοκτήτης του γραφείου τελετών στα προάστια του Ντένβερ υπέστη έξωση. Η Rosales είχε πεθάνει σε ηλικία 63 ετών από Αλτσχάιμερ και ο σύζυγός της, George Rosales, είχε επιλέξει το γραφείο τελετών, επειδή ήταν φίλοι με τον υπεύθυνο.

Μόλις ο σύζυγός της πληροφορήθηκε ότι η σορός της αγαπημένης του γυναίκας είχε αφεθεί στο φορείο μιας νεκροφόρας και ότι του είχαν δώσει τις στάχτες κάποιου άλλου, προσπάθησε τόσο ο ίδιος, όσο και τα δύο νεαρά ενήλικα παιδιά τους να παραμείνουν δυνατοί. Όπως ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου υπέρ του νομοσχεδίου: «Έκλαψα πολλές φορές γι’ αυτήν. Μετά από 18 μήνες νόμιζα ότι είχα τελειώσει με αυτό, αλλά άρχισαν όλα από την αρχή. Πιθανότατα δε θα είχα μάθει για το πτώμα της γυναίκας μου, αν δεν γινόταν η έξωση».

Τέλος, σε άλλη περίπτωση, με εφιάλτες ζει πλέον η Shelia Canfield-Jones από τότε που το FBI της ανακοίνωσε, ότι τα λείψανα της κόρης της, είχαν βρεθεί μεταξύ των σχεδόν 200 στην εγκατάσταση στο Κολοράντο. Η άτυχη μητέρα αρνήθηκε να αποχωριστεί τις στάχτες που θεωρούσε ότι ήταν της κόρης της επί τέσσερα χρόνια. Όπως η ίδια ανέφερε, θυμάται έναν υπάλληλο να βγάζει τελικά τις στάχτες από την τεφροδόχο και να επαναλαμβάνει: «Δεν είναι η κόρη σας», με την ίδια να σχολιάζει με δάκρυα στα μάτια: «Έπρεπε να μας το λέει ξανά και ξανά.. Ήταν φρικτό».

Φωτογραφία: Associated Press