Η παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ, στη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, έφθασε τα 13,2 εκατοµµύρια βαρέλια την ηµέρα, αριθµός-ρεκόρ, κατατάσσοντας την Αµερική πρώτη δύναµη στον κόσµο στη παραγωγή ορυκτών καυσίµων. Ο ίδιος αποφεύγει ωστόσο να µιλά γι’ αυτό το ρεκόρ που καταρρίφθηκε επί προεδρίας του, καθώς έρχεται σε ευθεία αντίθεση µε τις προεκλογικές δεσµεύσεις του. Το 2019 ο Τζο Μπάιντεν είχε δεσµευθεί για τη µεγαλύτερη επένδυση στο κλίµα στην ιστορία της Αµερικής, κατηγορώντας τον Ντόναλντ Τραµπ για την απροκάλυπτη στήριξη που παρείχε στις πετρελαϊκές εταιρείες. Με την εκλογή του, το 2020, όλα έδειχναν πως η χώρα θα άφηνε πίσω της το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για να ξεκινήσει µια πράσινη µετάβαση, ώστε να πετύχει µια σηµαντική µείωση εκποµπών του άνθρακα µέχρι το 2050. Μεταξύ των δεσµεύσεων που είχε αναλάβει ήταν ο τερµατισµός εξάρτησης της χώρας από τα ορυκτά καύσιµα και η στροφή προς την καθαρή ενέργεια, ενώ προβλεπόταν και η απαγόρευση του fracking σε δηµόσια γη.

Διαβάστε επίσης: Το ντεμπούτο του “Ελ. Βενιζέλος” στο Χρηματιστήριο και ο “γκρινιάρης” Mr Jumbo

Η επικίνδυνη µέθοδος fracking

Πρόκειται για µια εξαιρετικά αµφιλεγόµενη τεχνική γεώτρησης, που χρησιµοποιείται για την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου σε µεγάλα βάθη. Η διαδικασία περιλαµβάνει την έγχυση µίγµατος νερού, άµµου και άλλων χηµικών ουσιών στο έδαφος. Η υψηλή πίεση µε την οποία εγχέονται τα υλικά σπάει το γύρω πέτρωµα, δηµιουργώντας ρωγµές που επιτρέπουν τη διαρροή του φυσικού αερίου και του αργού πετρελαίου. Η όλη διαδικασία είναι πολύ επιζήµια για το περιβάλλον, καθώς έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται µε τη ρύπανση των υπόγειων υδάτων και την πρόκληση σεισµών. Στο Οχάιο, την Πενσιλβάνια, τη Νέα Υόρκη και σε άλλες Πολιτείες βρέθηκαν µεγάλες ποσότητες µεθανίου, βαρέα µέταλλα και άλλες τοξικές χηµικές ουσίες στο πόσιµο νερό, ενώ στο Τέξας αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθµός των σεισµικών δονήσεων, µετατρέποντάς το στην πιο σεισµογενή περιοχή της χώρας. Η ξαφνική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία υπήρξε καθοριστική για την αλλαγή πολιτικής, καθώς πυροδότησε µια παγκόσµια ενεργειακή κρίση µε επίκεντρο την Ευρώπη, η οποία είναι ο µεγαλύτερος αγοραστής LNG στον κόσµο, απορροφώντας το 61% της αµερικανικής παραγωγής. Ως άµεσα εξαρτώµενη από το ρωσικό φυσικό αέριο, βρέθηκε «ξεκρέµαστη», έτσι µόλις µία εβδοµάδα µετά την κήρυξη του πολέµου «χτύπησε την πόρτα της Αµερικής». Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έκλεισε συµφωνία µε την κυβέρνηση Μπάιντεν για τον εφοδιασµό της Ευρώπης µε το πανάκριβο αµερικανικό LNG.

Ακόρεστη... δίψα

Οι πετρελαϊκές εταιρείες, που «διψούν» για κέρδη, άσκησαν πιέσεις στην κυβέρνηση, αλλάζοντας το αρχικό πλάνο για τη στροφή στην καθαρή ενέργεια. Ετσι το 2022 ο Λευκός Οίκος, επικαλούµενος λόγους έκτακτης ανάγκης και αλληλεγγύης προς τη σύµµαχο Ευρώπη, όχι µόνο πήρε πίσω την απαγόρευση εξορύξεων µέσω fracking σε δηµόσια γη, αλλά παραχώρησε και 144.000 στρέµµατα σε νέες µισθώσεις εξόρυξης, βάζοντας τέλος στη µετάβαση των ΗΠΑ στις ανανεώσιµες πηγές ενέργειας για την επόµενη δεκαετία τουλάχιστον. Ο Μπάιντεν, αν και έχει κάνει περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο για να είναι αρεστός στις πετρελαϊκές εταιρείες, το τελευταίο διάστηµα και εν όψει εκλογών έχει περάσει στην αντεπίθεση, ζητώντας από τις εταιρείες του κλάδου να βάλουν φρένο στα κέρδη τους, µειώνοντας τις τιµές προς όφελος των καταναλωτών. Την ίδια στιγµή υπόσχεται εκ νέου επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια εάν επανεκλεγεί.

Οι νέοι σε ηλικία ψηφοφόροι, που είναι και οι πιο ευαισθητοποιηµένοι στο πρόβληµα, δεν φαίνεται να πείθονται, καθώς τον κατηγορούν πως δεν έχει κάνει αρκετά απ’ όσα είχε υποσχεθεί. Ο Μπάιντεν ξεπέρασε σε επιδόσεις ακόµα και την φιλοπετρελαϊκή πολιτική του Τραµπ, ο οποίος το 2017 απέσυρε τις ΗΠΑ από τη «Συµφωνία του Παρισιού για την Κλιµατική Αλλαγή», χαρακτηρίζοντας ανοησίες τα περί κλιµατικής κρίσης. Μιλώντας πρόσφατα στο Fox News, ο Τραµπ ανέφερε χαρακτηριστικά ότι θα ενεργούσε ως δικτάτορας µόνο την πρώτη ηµέρα της προεδρίας του το 2025, επειδή θα ήθελε να «τρυπήσει, να τρυπήσει, να τρυπήσει για περισσότερο πετρέλαιο». Ο πρώην πρόεδρος επιτίθεται συνεχώς στην ατζέντα Μπάιντεν για την καθαρή ενέργεια, κατηγορώντας τον ότι σπαταλά την «ενεργειακή ανεξαρτησία» της Αµερικής λόγω της πίστης του σε «περιβαλλοντικούς τρελούς».

Οταν οι Ρεµπουµπλικανοί µιλούν για δράση υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος εννοούν τον περιορισµό των ρύπων από την Κίνα και την Ινδία, ενώ οι ίδιες οι ΗΠΑ συνεχίζουν να επενδύουν στα ορυκτά καύσιµα και την πυρηνική ενέργεια, παραµένοντας µακράν ο µεγαλύτερος συνεισφέρων στην κλιµατική αλλαγή. Αν και το περιβάλλον δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα στις προεκλογικές εκστρατείες των ΗΠΑ, τα υπέρογκα κέρδη των πετρελαϊκών εταιρειών και οι επιπτώσεις τους στο περιβάλλον έχουν ευαισθητοποιήσει τους πολίτες κάτω των 45, οι οποίοι σύµφωνα µε πρόσφατες δηµοσκοπήσεις σε ποσοστό 61% πιστεύουν ότι η κλιµατική αλλαγή είναι «σοβαρή και επείγουσα» και ως τέτοια θα πρέπει να αντιµετωπιστεί από τον επόµενο πρόεδρο της χώρας.

* Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής