Αλλος πρόεδρος, αλλά από το ίδιο κόµµα, ξηµέρωσε στην Ταϊβάν µετά τις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν δύο εβδομάδες πριν, όµως η Κίνα αντέδρασε άµεσα και παραµένει σε αναµµένα κάρβουνα. Κι αυτό γιατί το ∆ηµοκρατικό Προοδευτικό Κόµµα (DPP), που υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, εξέλεξε τον υποψήφιό του, Λάι Τσινγκ-τε, αντιπρόεδρο της απερχόµενης προέδρου, Τσάι Ινγκ-γουέν (η οποία όµως δεν είχε δικαίωµα νέας υποψηφιότητας), που είχε χτίσει στενότερη συνεργασία µε τις ΗΠΑ και µια εθνικιστική, για την Ταϊβάν, ατζέντα. Οµως, τα πράγµατα δεν είναι άσπρο-µαύρο.

O Λάι Τσινγκ-τε, που είχε δηλώσει στο παρελθόν «πραγµατιστής εργαζόµενος για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν» και το κόµµα του έχασαν έδρες, πέφτοντας από τις 61 στις 51 (όταν 57 είναι η απαραίτητη πλειοψηφία για τον έλεγχο του Κοινοβουλίου), µε αποτέλεσµα να εξαρτάται η ατζέντα του από τον -έτερο- εθνικιστή, λαϊκιστή και, εποµένως, λιγότερο προβλέψιµο Κο Γουέν-τζε, τον δηµοφιλή πρώην δήµαρχο της Ταϊπέι από το τρίτο σε ψήφους Λαϊκό Κόµµα της Ταϊβάν (TPP), που βρίσκεται να παίζει τώρα ρόλο ρυθµιστή των κυβερνητικών πολιτικών. Το φιλοκινεζικό KMT (Κουοµιντάνγκ), αν και συγκέντρωσε 52 έδρες, δεν λαµβάνει την απαιτούµενη πλειοψηφία, προς δυσαρέσκεια του Πεκίνου.

«Η αβεβαιότητα αναφορικά µε τις σχέσεις µεταξύ των στενών παραµένει ένας κίνδυνος», επισηµαίνουν διεθνείς αναλυτές


Το ερώτημα για την Κίνα

Εκτός από τις ΗΠΑ, στο γεωπολιτικό περιφερειακό παιχνίδι φαίνεται πως παίζει και η Ιαπωνία, καθώς ο Λάι Τσινγκ-τε, σε επίσκεψή του στο Τόκιο τον Οκτώβριο, την είχε καλέσει σε «συνεργασία ασφαλείας», προκειµένου να εξασφαλιστεί η σταθερότητα σε µια περιοχή µε µια όλο και πιο επιθετική Κίνα (χωρίς, πάντως, να ξεκαθαρίζει τι θα περιλαµβάνει µια τέτοια συνεργασία). Ηδη από την Κυριακή, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Ουάνγκ Γι, σχολιάζοντας το εκλογικό αποτέλεσµα της Ταϊβάν από την Αίγυπτο, όπου πραγµατοποιούσε επίσκεψη, προειδοποίησε: «Αν οποιοσδήποτε στο νησί της Ταϊβάν έχει την πρόθεση να προχωρήσει προς την ανεξαρτησία, αν επιχειρήσουν να διαιρέσουν το κινεζικό έδαφος, θα τιµωρηθούν ασφαλώς αυστηρά από την Ιστορία και τον νόµο».

Το ερώτηµα για την Κίνα είναι κατά πόσο ο νέος πρόεδρος θα τραβήξει στα άκρα την ατζέντα της ανεξαρτησίας. Ειδικοί στα θέµατα της Κίνας, όπως µεταφέρει η ρεπουµπλικανικής κατεύθυνσης αµερικανική δεξαµενή σκέψης Stimson Center, σηµειώνουν ότι δεν προβλέπεται να επιδιώξει συνταγµατική αναθεώρηση, ώστε να προχωρήσει σε δηµοψήφισµα για το ζήτηµα, αφού αυτό άλλωστε θα προϋπέθετε να ελέγχει το Κοινοβούλιο - κάτι που δεν συµβαίνει. Οµως, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως ως υποψήφιος δήλωσε ότι «η Ταϊβάν είναι ήδη ένα κυρίαρχο, ανεξάρτητο κράτος, που ονοµάζεται ∆ηµοκρατία της Κίνας». Στην πράξη, αυτή η δήλωση σηµαίνει για την Κίνα πως στο σκεπτικό του προέδρου η κυβέρνηση της Ταϊβάν βρίσκεται ήδη στο σηµείο της ανεξαρτησίας. Αν και το Πεκίνο δεν αντέδρασε στη δήλωση ενός υποψηφίου, τα πράγµατα θα ήταν διαφορετικά αν την επαναλάµβανε ο πρόεδρος της Ταϊβάν. Από την άλλη, θεωρείται πιθανό να επιλέξει να διατηρήσει τις ισορροπίες, µε δεδοµένο πως διακυβεύονται και οι οικονοµικές συµφωνίες της ECFA (Συµφωνία Πλαίσιο για την Οικονοµική Συνεργασία), που περικόπτουν τους δασµούς για τα εισαγόµενα στην Κίνα ταϊβανέζικα προϊόντα. Ηδη το Πεκίνο τερµάτισε το προνοµιακό καθεστώς για 12 πετροχηµικά προϊόντα τον ∆εκέµβριο και προεκλογικά ανακοίνωσε και άλλα τέτοια επερχόµενα µέτρα. Βέβαια, η Κίνα εξαρτάται από την Ταϊβάν στις εισαγωγές µικροτσίπ, αλλά µπορεί να προχωρήσει σε µέτρα που ισοδυναµούν µε κυρώσεις, επηρεάζοντας άλλους τοµείς, όπως ο αγροτικός, και πλήττοντας διάφορες περιοχές της Ταϊβάν. Από την άλλη, και οι επιλογές που θα κάνει η Κίνα έχουν περιορισµούς. Η τρέχουσα κατάσταση της οικονοµίας της υποδεικνύει πως µια στρατιωτική κλιµάκωση στην περιοχή δεν θα ήταν προτεραιότητα. Επίσης, η ανανέωση της θητείας του DPP τη βάζει στη θέση να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να µην εµπλέκεται σε διάλογο µε τη συγκεκριµένη κυβέρνηση, µια επιλογή που έχει ήδη κάνει εδώ και οκτώ χρόνια και δεν έχει ωθήσει προς τα εµπρός τις διµερείς σχέσεις. Το «αγκάθι» είναι η θέση µη αποδοχής της περίφηµης «Συµφωνίας του 1992». Τότε, Ταϊπέι και Πεκίνο είχαν συµφωνήσει στο όραµα της «µίας Κίνας» (προερχόµενο από τις κοινές καταβολές Κ.Κ. Κίνας και Κουοµιντάνγκ και τον παλιό ανταγωνισµό τους για νοµιµότητα), όµως εξακολουθούν να ερµηνεύουν µε διαφορετικό τρόπο σε τι συνίσταται η «µία Κίνα». Από πλευράς του, το DPP ποτέ δεν αποδέχθηκε τη συγκεκριµένη συµφωνία, ενώ σε µια χώρα που από καιρό έχει αναπτυχθεί οικονοµικά και πολιτικά ως ξεχωριστό, δυτικού τύπου κράτος -ακόµα κι αν δεν αναγνωρίζεται διεθνώς- η πολιτική της «µίας Κίνας» δείχνει να έχει όλο και µικρότερο έρεισµα στην κοινωνία.

Οι εκτιµήσεις ως προς τη γεωπολιτική σταθερότητα

Από πλευράς τους, αν και ησύχασαν οι αγορές µε το εκλογικό αποτέλεσµα, που κρατά πιο µακριά την Ταϊπέι από το άρµα της Κίνας, δεν ισχύει το ίδιο για τις εκτιµήσεις ως προς τη γεωπολιτική σταθερότητα. «Ενώ η αβεβαιότητα σχετικά µε το ποιος κυβερνά την Ταϊβάν έχει τελειώσει, η αβεβαιότητα αναφορικά µε τις σχέσεις µεταξύ των στενών παραµένει ένας κίνδυνος», επεσήµανε στο Bloomberg ο Κρίστοφερ Γουόνγκ, στρατηγικός αναλυτής συναλλάγµατος στην OCBC Bank.

Αν και δεν εκτιµάται πως στη συγκεκριµένη συγκυρία η Κίνα θα επιλέξει να κορυφώσει την ένταση στις διµερείς σχέσεις (παρότι υπήρξαν και προς το αντίθετο αναλύσεις, θεωρώντας ότι το Πεκίνο µπορεί να θέλει να εκµεταλλευθεί το «διπλό µέτωπο Ουκρανίας - Γάζας» για τη ∆ύση), το επόµενο διάστηµα θα δείξει ποιες ισορροπίες θα διαµορφωθούν στην περιοχή. Το τρίτο κόµµα του Κο Γουέν-τζε επιχείρησε να κάνει προεκλογική συµµαχία µε το φιλοκινεζικό KMT τον Νοέµβριο, χωρίς αποτέλεσµα, όµως εκτιµάται πως οι πολιτικές επιλογές θα διαµορφωθούν από καιροσκοπισµό περισσότερο, παρά από πολιτικές πεποιθήσεις, σχετικά µε το µε ποιο από τα δύο µεγάλα κόµµατα θα συµµαχεί αλά καρτ για τις εκάστοτε πολιτικές που θα βρίσκονται στο τραπέζι.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»