«Για να διευθύνεις το Βρετανικό Μουσείο, θα πάρεις 275.000 δολάρια και πολλά προβλήματα» είναι ο τίτλος των «New York Times». Για να περιγράψει πώς είναι σήμερα η κατάσταση στο διασημότερο -μέχρι πρότινος- μουσείο στον κόσμο, μετά το σκάνδαλο των κλοπιμαίων, που αγγίζουν τα 1.500, και το αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα να είναι πιο επιτακτικό από ποτέ, καθώς δεν είναι πλέον -σε καμία περίπτωση- ασφαλή στη Βρετανία.


Ο νέος διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου και οι μισθοί

Το Βρετανικό Μουσείο αναζητεί νέο διευθυντή για να μπορέσει να διαχειριστεί τις επιπτώσεις από τις κλοπές που γίνονταν στον χώρο επί είκοσι συναπτά έτη, αλλά και να αντιμετωπίσει μια σειρά από προβλήματα. Σκοπός να τα αντιμετωπίσει με το ποσό-μαμούθ του 1.270.000.000 δολαρίων, που απαιτούνται για την ανακαίνισή του. Ποιος θα είναι ο μισθός του διευθυντή; Yπολογίζεται στα 275.000 δολάρια ετησίως, με τους υποψήφιους να γνωρίζουν ότι θα πρέπει να έχουν στείλει την αίτησή τους μέχρι τις 26 του μηνός, για μια θέση κύρους που πολλοί θα ήθελαν. Σαν ασκήσεις ισορροπίας σε τεντωμένο σχοινί. Μαζί και ναρκοπέδιο. Με ένα ποσό μάλλον ασήμαντο σε σύγκριση με τους μισθούς που καταβάλλονται στους διευθυντές αντίστοιχων αμερικανικών ιδρυμάτων.

Το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, για παράδειγμα, καταβάλλει στον Μαξ Χολέιν, τον διευθυντή του, βασικό μισθό 1.000.000 δολάρια, ενώ στην Αμερική ορισμένοι διευθυντές μουσείων έχουν μπόνους και μια πολυτελή κατοικία επιπλέον του μισθού τους. Θυμόμαστε πως πριν από τέσσερις μήνες ο Χάρτγουιγκ Φίσερ παραιτήθηκε από τη συγκεκριμένη θέση, όταν το μουσείο ανακοίνωσε ότι ένας από τους επιμελητές του είχε λεηλατήσει περίπου 1.500 αντικείμενα από τις αποθήκες του και στη συνέχεια πούλησε ορισμένα από αυτά στο eBay. Τον Σεπτέμβριο, τον διαδέχτηκε, προσωρινά, ο Μαρκ Τζόουνς, πρώην επικεφαλής του Μουσείου Victoria & Albert. Οι υποψήφιοι για τη μόνιμη θέση πρέπει να έχουν τώρα «όραμα για το μέλλον του Βρετανικού Μουσείου και την εξέλιξή του ως εθνικού και παγκόσμιου μουσείου τον 21ο αιώνα», αναφέρει η προκήρυξη της θέσης εργασίας.


«Συμφωνία για τα Γλυπτά»

Δεν είναι μόνο οι επιπτώσεις μετά το σκάνδαλο των κλοπών, που έχει επηρεάσει το ηθικό του προσωπικού του μουσείου, το οποίο αριθμεί σχεδόν 1.000 άτομα, αλλά και το αίτημα για την επιστροφή των αμφισβητούμενων αντικειμένων της συλλογής του μουσείου, συμπεριλαμβανομένων των Γλυπτών του Παρθενώνα, με τον Τζορτζ Όσμπορν να επιμένει για «συμφωνία για τα Γλυπτά».

Ο νέος διευθυντής θα πρέπει επίσης να ηγηθεί των προσπαθειών συγκέντρωσης χρημάτων για ένα έργο ανακαίνισης που περιλαμβάνει αναδιοργάνωση των αιθουσών του μουσείου για βελτιώσεις στα υδραυλικά, στη θέρμανση και τη στέγη του μουσείου, που παρουσιάζει διαρροές. Σύμφωνα με τους «Financial Times» το έργο, που φαίνεται πως δεν θα βρει πάντως τόσο δύσκολα χρηματοδότες, θα κοστίσει 1.000.000.000 λίρες.

Ο Τζορτζ Όσμπορν, πρόεδρος του μουσείου, θεωρεί πως η εύρεση του κατάλληλου υποψήφιου για την ηγεσία του ιδρύματος είναι «μια πολύ, πολύ περίπλοκη δουλειά», με τον νέο διευθυντή να πρέπει «να χαίρει εκτιμήσεως από την ακαδημαϊκή κοινότητα» και επιπλέον να έχει εμπειρία «στη διαχείριση μεγάλων, πολύπλοκων οργανισμών». Και κάπως έτσι αναμένονται και αουτσάιντερ υποψήφιοι. Η επιστροφή των Γλυπτών στον τόπο που γεννήθηκαν θα βρεθεί πρώτη στην ατζέντα πάντως - είναι το μόνο βέβαιο.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή /  Της Σάντυς Τσαντάκη