Ένα ψάρι που ζούσε και αλιεύτηκε κοντά σε σημεία αποστράγγισης στον πυρηνικό σταθμό Daichi στη Φουκουσίμα περιείχε επίπεδα ραδιενεργού καισίου 180 φορές υψηλότερα από το όριο ασφαλείας της Ιαπωνίας.

Η μαύρη σκορπίνα πιάστηκε στις 18 Μαΐου και, όπως διαπιστώθηκε σε μετρήσεις από τη διαχειρίστρια εταιρεία Tepco, οι συγκεντρώσεις καισίου-137 ήταν 18.000 μπεκερέλ ανά κιλό, τη στιγμή που το νόμιμο ανώτατο όριο είναι 100 μπεκερέλ ανά κιλό.

Όπως επιβεβαίωσε η Tepco, συνολικά 44 ψάρια με επίπεδα καισίου-137 άνω των 100 μπεκερέλ/κιλό βρέθηκαν στο λιμάνι του εργοστασίου της Φουκουσίμα μεταξύ Μαΐου 2022 και Μαΐου 2023, εκ των οποίων το 90% αλιεύτηκε μέσα ή κοντά στον εσωτερικό κυματοθραύστη.

Μεταξύ των ψαριών αυτών τα οποία ανιχνεύτηκαν με υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας ήταν ένα χέλι με 1.700 μπεκερέλ ανά κιλό που αλιεύτηκε τον Ιούνιο του 2022 και μια πέστροφα θαλάσσης με 1.200 Bq/kg τον περασμένο Απρίλιο.

Το εύρημα αυτό εντείνει τις διεθνείς ανησυχίες, έπειτα από την απόφαση της Ιαπωνίας για δρομολογημένη απόρριψη 1,3 εκατ. τόνου επεξεργασμένου ραδιενεργού νερού από τη Φουκουσίμα στον Ειρηνικό Ωκεανό, ένα σχέδιο που έχει εγκρίνει η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) των Ηνωμένων Εθνών.

Η απελευθέρωση των υδάτων έχει προγραμματιστεί για τον επόμενο μήνα και είναι μια διαδικασία που αναμένεται να διαρκέσει δεκαετίες για να ολοκληρωθεί.

Το Χονγκ Κονγκ είχε απειλήσει ότι θα απαγορεύσει τις εισαγωγές τροφίμων από 10 νομούς της Ιαπωνίας, εάν η απελευθέρωση νερού προχωρήσει όπως είχε προγραμματιστεί.

Ερωτηθείς σχετικά με τις ανησυχίες για την απόρριψη νερού, αξιωματούχος της Tepco επανέλαβε στον «Guardian» ότι η εταιρεία είναι πεπεισμένη ότι «ο αντίκτυπος στο κοινό και το περιβάλλον θα είναι ελάχιστη».

Το νερό της βροχής από τις περιοχές γύρω από τους αντιδραστήρες 1, 2 και 3, που έλιωσαν κατά τη διάρκεια της καταστροφής του 2011, ρέει στον εσωτερικό κυματοθραύστη όπου πιάστηκε το ψάρι τον Μάιο.

Η συγκέντρωση καισίου από τον πυθμένα της θάλασσας στον εσωτερικό κυματοθραύστη είναι πάνω από 100.000 μπεκερέλ ανά κιλό, σύμφωνα με την Tepco.

Η παρακολούθηση των ψαριών στο σημείο είχε ανασταλεί μετά την εγκατάσταση διχτυών τον Ιανουάριο του 2016, όμως πλέον «γίνονται προσπάθειες να απομακρυνθούν από την περιοχή ψάρια, που μπορεί να μολύνονται», συμπληρώνει ο αξιωματούχος.