Λεπτομερές σχέδιο πραξικοπήματος για να εμποδιστεί η παράδοση της εξουσίας στον νέο πρόεδρο της Βραζιλίας, εντόπισε η ομοσπονδιακή αστυνομία της χώρας, στο κινητό τηλέφωνο ενός συνεργάτη του πρώην προέδρου, Ζαΐχ Μπολσονάρο.

Δεν είναι σαφές ποιος έγγραψε το έγγραφο αυτό και αν έφτασε ποτέ στα χέρια του Μπολσονάρο, ο οποίος ηττήθηκε στις εκλογές του Οκτωβρίου από τον αριστερό Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα.

Ένα παρόμοιο, αλλά όχι τόσο λεπτομερές έγγραφο είχε βρεθεί τον Ιανουάριο στο σπίτι του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Άντερσον Τόρες, ένδειξη ότι κάποιοι στενοί συνεργάτες του Μπολσονάρο αναζητούσαν τρόπους για να αποτρέψουν την ανάληψη της εξουσίας από τον Λούλα και να καταργήσουν τις εξουσίες των ομοσπονδιακών δικαστηρίων.

Σύμφωνα με το περιοδικό Veja, ένα έγγραφο της αστυνομίας δείχνει ότι το σχέδιο βρέθηκε στο τηλέφωνο του αντισυνταγματάρχη Μάουρο Σιντ, προσωπικού βοηθού του Μπολσονάρο ο οποίος παρέμεινε στην υπηρεσία του και μετά την ήττα του στις εκλογές. Ο Σιντ στη συνέχεια συνελήφθη στο πλαίσιο μιας έρευνας για τη φερόμενη πλαστογραφία της κάρτας εμβολιασμού του Μπολσονάρο για την Covid-19.

Ο δικηγόρος του Σιντ, Μπερνάρντο Φενελόν, δεν ανταποκρίθηκε σε ένα αίτημα να σχολιάσει την εξέλιξη αυτή.

Το Veja γράφει ότι το τρισέλιδο έγγραφο περιγράφει έναν «οδικό χάρτη» για το πώς θα μπλόκαραν την ορκωμοσία του Λούλα, χρησιμοποιώντας τον στρατό ως «μεσολαβητική δύναμη». Για να δικαιολογηθεί αυτή η καταπάτηση των θεσμών θα επικαλούνταν τις αντισυνταγματικές ενέργειες του δικαστικού σώματος και των μέσων ενημέρωσης υπέρ του Λούλα. Στη συνέχεια θα διοριζόταν ένας «μεσολαβητής», με εξουσία επί των ενόπλων δυνάμεων και όλων των ομοσπονδιακών υπηρεσιών ασφαλείας. Οι «παραβάτες» δικαστικοί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του ομοσπονδιακού Εκλογοδικείου θα απομακρύνονταν και θα αντικαθίσταντο. Το νέο Εκλογοδικείο θα επέβλεπε τις νέες εκλογές οι οποίες θα διεξάγονταν μόνο αφού ο στρατός αποφάσιζε ότι είχε αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη.

Ο στρατός της Βραζιλίας ανακοίνωσε ότι οποιεσδήποτε «απόψεις και προσωπικά σχόλια δεν αντανακλούν τις απόψεις της (…) διοικητικής ιεραρχίας, ούτε την επίσημη θέση» των ενόπλων δυνάμεων.