Στην Ινδία, αυτό το δημογραφικό τέρας του ξέφρενου βιομηχανικού οργασμού, η έλευση της κόρης είναι συχνά συνώνυμη της κατάρας. «Το να μεγαλώνεις κορίτσι είναι σαν να ποτίζεις τον κήπο του γείτονα», λέει το ινδικό ρητό. Μονάχα η έλευση του γιου θεωρείται ευλογία. Έτσι εξηγούνται οι σιωπηλές φυλοκτονίες, οι εξαφανίσεις των ανεπιθύμητων κοριτσιών και οι γάμοι σε παιδική ηλικία, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Σε αρκετές ινδικές επαρχίες, τα παιδιά ντύνονται νύφες πριν μπουν στην εφηβεία.

Εγκαταλελειμμένες νύφες

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η έξαρση ενός άλλου φαινομένου. Ολοένα και περισσότερες γυναίκες (εξ)ωθούνται να παντρευτούν συμπατριώτες τους που δεν ζουν στην Ινδία, αλλά σε πλούσιες χώρες όπως η Αυστραλία, η Γερμανία και ο Καναδάς. Μόνο που οι περισσότερες από τις 40.000 νύφες με Ινδούς του εξωτερικού έχουν εξαπατηθεί και εγκαταλειφθεί λίγες ημέρες μετά τον γάμο στο βόρειο κρατίδιο Παντζάμπ, το οποίο αποτελεί το επίκεντρο για τις εγκαταλελειμμένες νύφες της Ινδίας. 

Τι ακριβώς συμβαίνει; Κάθε χρόνο, χιλιάδες Ινδοί άνδρες μεταναστεύουν αναζητώντας μια καλύτερη ζωή εκτός των ινδικών συνόρων. Αργά ή γρήγορα, έρχονται αντιμέτωποι με την πίεση των οικογενειών τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να παντρευτούν μια γυναίκα από τον τόπο τους. Παράλληλα, οι γονείς θυγατέρων ωθούν τις κόρες του τους να παντρευτούν έναν συντοπίτη που ζει στη Δύση, με την ελπίδα ότι θα έχουν μια καλύτερη ζωή.

Μόνο που, τελικά, οι νύφες ξεμένουν στην Ινδία, παντρεμένες αλλά δίχως τους συζύγους τους, καθώς εκείνοι επιστρέφουν στην ομογενειακή τους ζωή μόνοι τους. Συχνά δε οι σύζυγοι, προτού εγκαταλείψουν τις νύφες, τις ληστεύουν. 

Οι γυναίκες αυτές στιγματίζονται από την κοινωνία. Η ιστορία της Neelam Rani που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Deutche Welle είναι ενδεικτική. Η Neelam έμεινε παντρεμένη με τον Gaurav Kumar για μόλις 45 ημέρες πριν αυτός φύγει για τη Γερμανία χωρίς εκείνη. Πρόλαβε, ωστόσο, να πάρει μαζί του όλα της τα κοσμήματα και τα χρήματα.

Οκτώ χρόνια μετά την εγκατάλειψη από τον σύζυγό της, η 37χρονη Neelam ζει τώρα με τον ηλικιωμένο πατέρα της και τη μικρότερη αδελφή της, βυθισμένη στα χρέη και στιγματισμένη από την τοπική κοινωνία. H Neelam αποφάσισε να καταθέσει μήνυση κατά του συζύγου της και της οικογένειάς του, χωρίς όμως επιτυχία.

Κοινωνικό στίγμα

Η Swatwinder Kaur, η οποία ζει στην πόλη Ludhiana, ήταν παντρεμένη μόλις 15 ημέρες, όταν ο σύζυγός της έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι γονείς της είχαν υποθηκεύσει το σπίτι τους προκειμένου να συγκεντρώσουν αρκετά χρήματα για τη γαμήλια τελετή και την προίκα της. Τα πεθερικά της την πέταξαν έξω από το σπίτι. Τώρα, αγωνίζεται να αποπληρώσει το δάνειο και υποφέρει, επίσης, από καρδιακή πάθηση.

Η Satwinder Kaur διευθύνει σήμερα τη ΜΚΟ Abb Nahi Social Welfare και παρέχει νομική και οικονομική υποστήριξη για να βοηθήσει τις εγκαταλελειμμένες συζύγους. Μαζί με την ομάδα της βοηθά περισσότερες από 400 εγκαταλελειμμένες συζύγους να καταγράψουν τις ιστορίες τους και να κινηθούν νομικά εναντίον των θυτών τους.

«Η ΜΚΟ μας έχει καταγράψει αύξηση του αριθμού των περιπτώσεων σε όλη την Ινδία. Δεχόμαστε καθημερινά τηλεφωνήματα από διάφορες πολιτείες», αναφέρει η Satwinder, η οποία από θύμα έγινε προστάτιδα των εγκαταλελειμμένων νυφών. Πείθοντας ακόμα και την κυβέρνηση του Πουντζάμπ να συστήσει την Κρατική Επιτροπή Αλλοδαπών, για να βοηθήσει τις γυναίκες να εντοπίσουν τους δραπέτες συζύγους τους και να ανακαλέσουν τα διαβατήριά τους.

Οι χήρες δεν έχουν δικαίωμα στη ζωή

Στη χώρα με τα χίλια πρόσωπα, η ινδουιστική παράδοση δεν έχει προβλέψει μια θέση για όλους. Ιδίως για τις χήρες, οι οποίες μετά τον θάνατο του συζύγου τους θα πρέπει να αποσυρθούν από τη ζωή και να ζήσουν εξόριστες και περιθωριοποιημένες.

Για τις περισσότερες οικογένειες στις αγροτικές ζώνες της χώρας, μια χήρα είναι ακόμα και σήμερα πηγή ντροπής, δίχως δικαίωμα στην κοινωνική ή θρησκευτική ζωή. Δεν έχει δικαίωμα να ξαναπαντρευτεί, δεν φοράει χρωματιστά ρούχα ούτε κοσμήματα, ενώ υποχρεούται να ξυρίσει το κεφάλι της και να κοιμάται στο πάτωμα. Για τους συντηρητικούς ινδουιστές, οι χήρες υποχρεούνται να καταφύγουν στην ιερή πόλη Βρίνταβαν που βρίσκεται 100 χιλιόμετρα νότια του Δελχί, καθώς δεν έχουν πια δικαίωμα στη ζωή αφότου απέτυχαν να διατηρήσουν στη ζωή την ψυχή του συζύγου τους.

Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ίσχυε η πρακτική του σατί της καύσης της χήρας (ζωντανής μάλιστα) στην πυρά μαζί με το πτώμα του ά δρα της. Πλέον αυτή η πρακτική έχει εκλείψει. Δεν είναι λίγες οι φορές, ωστόσο, που χήρες αυτοπυρπολούνται γιατί πιστεύουν πως η ζωή τους θα είναι ανυπόφορη σαν «μιάσματα στο περιθώριο του κόσμου».

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής / Της Ιουστίνης Αλεξάκη