Μόλις µία εβδοµάδα αποµένει πριν από τις εκλογές στην Τουρκία και τα θέµατα της εξωτερικής πολιτικής απασχολούν ελάχιστα τους Τούρκους πολίτες, σε αντίθεση µε τους ξένους διπλωµάτες, έναν κλειστό κύκλο διεθνολόγων και τους ξένους ανταποκριτές, που αναρωτιούνται αν η αλλαγή συµπεριφοράς της γείτονος τους τελευταίους µήνες θα έχει συνέχεια.

Η Άγκυρα το τελευταίο διάστηµα έχει ρίξει τους τόνους τόσο έναντι της Ελλάδας όσο και έναντι των χωρών της ευρύτερης περιοχής της αλλά και της ∆ύσης. Στην πραγµατικότητα, είναι κυρίαρχη η αίσθηση σε όλους τους δρώντες σε σχέση µε την Τουρκία ότι υπάρχει απ' όλες τις πλευρές µια στάση αναµονής µέχρι να ξεκαθαρίσει το εσωτερικό πολιτικό τοπίο.

Κοινή είναι, ωστόσο, η διαπίστωση ότι αυτή η αλλαγή στάσης της Τουρκίας, πιθανώς προσωρινή ή όχι, αφορά σε τακτικό επίπεδο και δεν υπάρχουν ενδείξεις για µια στρατηγική στροφή στην εξωτερική της πολιτική, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση µε την τήρηση αποστάσεων έναντι της ∆ύσης και τη διαµόρφωση µιας εναλλακτικής, πολύπλευρης πολιτικής συµµαχιών, που επιχείρησε τα τελευταία χρόνια υπό τον Ερντογάν, µε ανοίγµατα προς την Ανατολή.

Σε περίπτωση που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παραµείνει πρόεδρος, οι όποιες διαφοροποιήσεις από την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε µέχρι σήµερα, αν υπάρξουν, εκτιµάται ότι θα αφορούν κυρίως τους αναγκαίους συµβιβασµούς που θα πρέπει να κάνει για να αντιµετωπίσει το βασικότερο όλων των προβληµάτων, εκείνο της οικονοµίας. Αυτό είναι, εξάλλου, το κοινό σηµείο στο οποίο καταλήγουν όλες οι συζητήσεις στους πολιτικούς κύκλους της χώρας, όταν ανοίγει η συζήτηση για την εξωτερική πολιτική. Αν ο Ερντογάν επανεκλεγεί, θα αναγκαστεί είτε να κάνει συµβιβασµούς έναντι της ∆ύσης για να αναστηλώσει την οικονοµία είτε να βρει εναλλακτικούς τρόπους χρηµατοδότησης -από την Κίνα;-, γεγονός που δείχνει ελάχιστα πιθανό.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, µε τον Ερντογάν πρόεδρο, δεν αναµένονται ριζικές διαφοροποιήσεις στην εξωτερική πολιτική, πέρα από την προσαρµογή στις ούτως ή άλλως ρευστές συνθήκες του διεθνούς περίγυρου εντός του οποίου είναι υποχρεωµένη να λειτουργεί και η Τουρκία. Σε επίπεδο προσώπων, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου βρίσκεται στη θέση του υπουργού Εξωτερικών από το 2014, µε µια διακοπή ελάχιστων µηνών, και πιθανώς, όπως ψιθυρίζεται, ήλθε η ώρα για µια αλλαγή στο τιµόνι της τουρκικής διπλωματίας.

Τι γίνεται, όμως, αν κερδίσει τις εκλογές ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου; Η απάντηση σε αυτή την περίπτωση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το πιο ισχυρό όνομα που βρίσκεται στο τραπέζι, στην περίπτωση που υπάρξει αλλαγή εξουσίας, είναι εκείνο του Ουνάλ Τσεβίκοζ, αντιπροέδρου σήμερα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, αρμόδιου για την εξωτερική πολιτική. Διπλωμάτης καριέρας, ο Τσεβίκοζ υπηρέτησε από το 1978 έως το 2014 στο Υπουργείο Εξωτερικών. Υπήρξε πρεσβευτής της Τουρκίας στο Λονδίνο, στη Βαγδάτη και στο Μπακού, εργάστηκε για την ομαλοποίηση των σχέσεων της χώρας του με την Αρμενία και υπηρέτησε από θέσεις ευθύνης στις διευθύνσεις του ΥΠ.ΕΞ. για τα Βαλκάνια, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία.

Θεωρείται «ατλαντιστής», ένας χαρακτηρισμός που ενισχύεται από το γεγονός ότι από το 1989 έως το 1997 υπηρέτησε με απόσπαση στο ΝΑΤΟ. Ιδιαίτερο ρόλο στην εξωτερική πολιτική στην κυβέρνηση Κιλιτσντάρογλου αναμένεται να έχει και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του Κόμματος του Μέλλοντος, που συμμετέχει στη συμμαχία της αντιπολίτευσης, Αχμέτ Νταβούτογλου, εμπνευστής του δόγματος του «Στρατηγικού βάθους» της Τουρκίας. Όμως, στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου που υπεγράφη, ο κ. Νταβούτογλου θα αναλάβει θέση αντιπροέδρου και όχι υπουργού. Ως εκ τούτου, το πιθανότερο είναι να του δοθεί, ως αντιπροέδρου, η επίβλεψη της εξωτερικής πολιτικής. Σε αυτή την περίπτωση, θα προκύψει μια διαρχία που δεν αποκλείεται να αποτελέσει πηγή προβλημάτων, αλλά ούτως ή άλλως αυτό δεν θα είναι το μοναδικό πρόβλημα συντονισμού στο «περίπλοκο» προτεινόμενο κυβερνητικό σχήμα με τους επτά αντιπροέδρους και τα έξι κόμματα. Προς στιγμήν ακούστηκε και το όνομα του πρώην εκπροσώπου του τουρκικού ΥΠ.ΕΞ. και πρώην πρεσβευτή σε ΗΠΑ και Ισραήλ Ναμίκ Ταν, ο οποίος, όμως, είναι υποψήφιος βουλευτής σε εκλόγιμη θέση με το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα και, σύμφωνα με τον όρο που έχει θέσει ο κ. Κιλιτσντάρογλου, να μην είναι οι υπουργοί βουλευτές, κλείνει, τουλάχιστον προς το παρόν, ο δρόμος για την υπουργοποίησή του, παρόλο που δεν υπάρχει νομικό κώλυμα. Πιθανώς προορίζεται για επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών της Εθνοσυνέλευσης.


ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Πέρα από τα πρόσωπα, όμως, όσον αφορά το πολιτικό πλαίσιο που προτείνει η συμμαχία της αντιπολίτευσης για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, το «Κείμενο της συμφωνίας της κοινής πολιτικής» των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Από τις 244 σελίδες του, στην εξωτερική πολιτική είναι αφιερωμένες μόνο τέσσερις και εκείνες περιλαμβάνουν 48 άρθρα γενικόλογων αναφορών ανά θεματικό κεφάλαιο - περισσότερο «ευσεβείς πόθοι» είναι και όχι προτάσεις πολιτικής με συγκεκριμένες μεθόδους υλοποίησης.

Πρόκειται για ένα κείμενο στο οποίο έξι μέρη με αποκλίνουσες ιδεολογίες κατόρθωσαν να συντάξουν ως μία συνισταμένη των θέσεών τους τα ελάχιστα κοινά στα οποία μπορούσαν να συμφωνήσουν.

Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό είναι αφιερωμένα μόνο τέσσερα επιγραμματικά άρθρα, στα οποία σημειώνονται τα εξής: - Θα δοθεί προτεραιότητα σε διαδικασίες πολυμερών διαπραγματεύσεων για την αποτροπή της απομόνωσης της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, την οριοθέτηση των ζωνών θαλάσσιας δικαιοδοσίας και τη δίκαιη κατανομή των υδρογονανθράκων. - Η Κύπρος χαρακτηρίζεται εθνική υπόθεση. «Προκειμένου να βρεθεί μια δίκαιη και διαρκής λύση στο Κυπριακό, θα επιδιώξουμε τους στόχους της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων της “ΤΔΒΚ” και των Τουρκοκυπρίων». Στο κείμενο δεν γίνεται λόγος για λύση δύο κρατών, αλλά για «διασφάλιση της κυρίαρχης πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων».

- Για το Αιγαίο αναφέρεται ότι «θα πρέπει να θεωρείται χώρος ειρήνης, συνεργασίας και καλής γειτονίας», αλλά τονίζεται ότι «δεν θα επιτρέψουμε καμία ανάπτυξη που μπορεί να βλάψει την κυριαρχία μας στο Αιγαίο».

- Επίσης, γίνεται λόγος για λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων χωρίς να απεμπολήσει η Τουρκία τα εθνικά της συμφέροντα, μέσω της διπλωματίας, του διαλόγου και των διαπραγματεύσεων.

- Στο κείμενο δεν υπάρχει ευθεία αναφορά στην απειλή χρήσης βίας, αλλά με μια διασταλτική ερμηνεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπονοείται κάτι τέτοιο. Για το Μεταναστευτικό τονίζεται ότι θα υπάρξει επανεξέταση της συμφωνίας του 2014 για την επανεισδοχή και της Κοινής Δήλωσης Ε.Ε.

- Τουρκίας του 2016. Στη σχετική αναφορά γίνεται λόγος για ίση κατανομή των βαρών. Αξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι τα άρθρα στα οποία γίνεται θετική μνεία όσον αφορά την αποτρεπτική ικανότητα του ΝΑΤΟ, τη διατήρηση του στόχου για πλήρη ένταξη στην Ε.Ε. και τον σεβασμό των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαίου. Επίσης, σημειώνεται ότι η Τουρκία θα εφαρμόσει τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τουτέστιν και τις αποφάσεις για την απελευθέρωση του πρώην προέδρου του φιλοκουρδικού κόμματος Σελαχατίν Ντεμιρτάς και του επιχειρηματία και ακτιβιστή Οσμάν Καβάλα.

Τέλος, δεν υπάρχει στο έγγραφο καμία αναφορά στο πώς θα εξισορροπήσει η Τουρκία τις πολιτικές της έναντι των ΗΠΑ και της Ρωσίας, ούτε σε συγκεκριμένα προβλήματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, πιθανώς επειδή δεν υπάρχει συμφωνία επ’ αυτού. Απλώς αναφέρεται ότι οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ θα εδράζονται σε θεσμική βάση και θα χαρακτηρίζονται από αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ ίσων. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα προβλήματα που αυτός προκαλεί είναι μεταξύ των θεμάτων που επίσης δεν καλύπτονται.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 6/05/2023