Αντιμέτωπος με ποινική δίωξη βρίσκεται πλέον ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με αφορμή την εισβολή υποστηρικτικών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, όπως αποφάσισε ομόφωνα αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.

Πρόκειται για μία ιστορική απόφαση, που δεν έχει προηγούμενο στα αμερικανικά χρονικά, καθώς η σχετική πρόταση υπογραμμίζει ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη ο Τραμπ για τέσσερα εγκλήματα, με βαρύτερο την υποκίνηση σε εξέγερση. Οι υπόλοιπες κατηγορίες αφορούν την παρεμπόδιση επίσημης διαδικασίας, την συνωμοσία σε βάρος του αμερικανικού λαού και διάδοση ψευδών δηλώσεων.

Σημειώνεται ότι κατά την εισβολή των «εξαγριωμένων» ψηφοφόρων του Τραμπ στο Καπιτώλιο, στόχος ήταν να παρεμποδιστεί η διαδικασία πιστοποίησης της εκλογής του Τζο Μπάιντεν, ώστε να αποτραπεί η ορκωμοσία του νόμιμα εκλεγμένου 46ου προέδρου των ΗΠΑ. Αποτέλεσμα ήταν κατά τις βίαιες συμπλοκές να σκοτωθούν πέντε άνθρωποι, να προκληθούν καταστροφές στη δημόσια περιουσία και να διχαστεί ακόμη περισσότερο η αμερικανική κοινή γνώμη.

Ύστερα από 18 μήνες ερευνών, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων που αποτελείται από επτά Δημοκρατικούς και δύο Ρεπουμπλικανούς, συνέστησε ομόφωνα σε μία απόφαση 116 σελίδων την παραπομπή Τραμπ για τέσσερις κατηγορίες:

Υποκίνηση και βοήθεια σε εξέγερση

Παρακώλυση επίσημης διαδικασίας

Συνωμοσία για εξαπάτηση των ΗΠΑ

Συνωμοσία για ψευδή δήλωση

Σημειώνεται ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ που εξετάζει ήδη εάν θα απαγγελθούν κατηγορίες στον Τραμπ δεν είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει τη σύσταση της επιτροπής, η οποία έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα. Ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής δεν παρέλειψε ωστόσο από την πλευρά του να χαρακτηρίσει την ιστορική απόφαση ως «οδικό χάρτη προς τη Δικαιοσύνη», ενώ εκπρόσωπος του υπ. Δικαιοσύνης αρνήθηκε να την σχολιάσει.

Σε κάθε περίπτωση, τα μέλη της επιτροπής χρησιμοποίησαν σκληρή γλώσσα κατά του Τραμπ, κατηγορώντας τον ευθέως για «εξέγερση κατά των ΗΠΑ», για «σοβαρό ομοσπονδιακό αδίκημα» και για «πολυμερή συνωμοσία» με στόχο να ματαιώσει τη λαϊκή βούληση.

Τον κατηγορούν επίσης ότι σκόπιμα διέδωσε ψευδείς ισχυρισμούς για «κλοπή» των προεδρικών εκλογών του 2020 από την παράταξή του, αλλά και για πιέσεις προς ανώτατους αξιωματούχους, ακόμη και τον τότε αντιπρόεδρο Μ. Πενς, να συναινέσουν ώστε να αποτραπεί ή εκλογική ήττα του. Ο Τραμπ κατηγορείται ανοιχτά από την επιτροπή για υποκίνηση των ταραχών σε μια ύστατη προσπάθεια να εμποδίσει την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας στον Μπάιντεν.

Η πλήρης έκθεση πρόκειται να δημοσιευτεί την Τετάρτη.

Η βοηθός που «έκαψε» τον Τραμπ

Η επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα και ένα βίντεο με την κατάθεση της επί σειράς ετών βοηθού του Τραμπ, Χόουπ Χικς, η οποία είπε ότι είχε προειδοποιήσει τον τέως πρόεδρο ότι συνεχίζοντας να κάνει ψευδείς ισχυρισμούς για τις εκλογές, «βλάπτει την κληρονομιά» της προεδρίας του. Σύμφωνα με την ίδια, ο Τραμπ αψήφησε τις ανησυχίες της, λέγοντα ότι «Κανείς δεν θα νοιαστεί για την κληρονομιά μου αν χάσω, οπότε αυτό δεν θα έχει σημασία. Το μόνο που έχει σημασία είναι η νίκη».

Η επιτροπή επέκρινε επίσης και την κόρη και πρώην σύμβουλο του Τραμπ, Ιβάνκα, επειδή δεν ήταν «συνεπής» στη συνεργασία της μαζί τους. Μεταξύ άλλων, μαζί την τότε εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου, Κέιλι ΜακΕνάνι, τις κατηγορούν ότι έμοιαζαν να… θυμούνται επιλεκτικά ορισμένα ζητήματα ή να μην είναι τόσο συνεπείς και ειλικρινείς στις απαντήσεις τους.

Ο Τραμπ μιλά για «Δικαστήριο καγκουρό»

Από την πλευρά του, ο Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζει στην γνώριμη εμπρηστική ρητορική του. Στο πλαίσιο προεκλογικών ομιλιών του έχει κάνει αναφορές στο έργο της επιτροπής, κάνοντας λόγο για «κηλίδα στην ιστορία αυτής της χώρας», αλλά και για ένα «δικαστήριο καγκουρό» (εννοώντας ότι παρακάμπτει τα όποια τεκμήρια «αθωότητάς» του) που «προσβάλλει τη νοημοσύνη των Αμερικανών και κοροϊδεύει τη δημοκρατία μας».

Για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021, η επιτροπή θα παραπέμψει τέσσερα μέλη των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο, μεταξύ των οποίων και των τότε επικεφαλής Κέβιν Μακάρθι, επειδή δεν συνεργάστηκαν μαζί της.

«Εάν θέλουμε να επιβιώσουμε ως έθνος νόμων και δημοκρατίας, αυτό δεν μπορεί να συμβεί ποτέ ξανά», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της επιτροπής, Μπένι Τόμσον. «Αν η πίστη σπάσει, το ίδιο συμβαίνει και με τη δημοκρατία μας. Ο Ντόναλντ Τραμπ έσπασε αυτή την πίστη», κατέληξε.