Στις 8 Δεκεμβρίου του 2021 ο Όλαφ Σολτς μετακόμισε στην καγκελαρία, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από την Άνγκελα Μέρκελ, τη δημοφιλέστερη και μακροβιότερη αρχηγό γερμανικού κράτους μετά τον Χέλμουτ Κολ. Στον ένα χρόνο που μεσολάβησε, ξέσπασε στην Ευρώπη ο μεγαλύτερος πόλεμος από το 1945, η Γερμανία «είδε» τον υψηλότερο πληθωρισμό από τη δεκαετία του 1920 και ο κόσμος συνέχισε να υποφέρει από τη χειρότερη πανδημία μετά την ισπανική γρίπη.



Ο Σολτς γιορτάζει λοιπόν τα πρώτα γενέθλια της θητείας του, έχοντας ξεπεράσει πρωτοφανή σοκ και ενώ πασχίζει να αφήσει το δικό του σημάδι στην παγκόσμια σκηνή κατά τη μετά Μέρκελ εποχή. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών και δήμαρχος Αμβούργου (2011-2018) ανέλαβε καθήκοντα, υποσχόμενός να συνεχίσει το έργο της προκατόχου του.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ωστόσο, τον ανάγκασε να αλλάξει τα μεταπολεμικά αξιώματα της Γερμανίας και να χαράξει νέες οικονομικές, αμυντικές και γεωπολιτικές κατευθύνσεις σε μία χώρα γνωστή για τη σταθερότητα και την προβλεψιμότητά της. «Ποτέ άλλοτε μια κυβέρνηση δεν κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια τόσο δραματικά επιδεινούμενη κατάσταση, στην εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφάλειας και φυσικά και την ενεργειακή πολιτική», λέει η πολιτική επιστήμονας Ούρσουλα Μινχ.



Ο συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών του Σολτς, με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, είχε αναλάβει καθήκοντα ανακοινώνοντας φιλόδοξες πολιτικές για το κλίμα και περιορισμό του προϋπολογισμού. Μετά τον πόλεμο, όμως, η Γερμανία αναγκάστηκε να σταματήσει την προγραμματισμένη «πυρηνική της έξοδο» και να επανεκκινήσει τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα, σε μία προσπάθεια να αντικαταστήσει τις ρωσικές προμήθειες. Ο Σολτς ανακοίνωσε επίσης μια ιστορική αλλαγή στην άμυνα, υποσχόμενος να επανεξοπλίσει τη Γερμανία, σε ένα σημείο καμπής για μια χώρα που ο ρόλος της στην παγκόσμια σκηνή εξακολουθεί να επηρεάζεται από τις μνήμες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.



Με φόντο τις πολλαπλές κρίσεις, τα ποσοστά δημοτικότητας του Γερμανού καγκελαρίου έχουν πέσει. Ο ίδιος ο Σολτς στον απολογισμό του είπε ότι η τρικομματική κυβέρνηση έθεσε τα θεμέλια «ώστε η οικονομία να παραμείνει σταθερή και οι πολίτες μας, η χώρα μας να ξεπεράσουν μαζί αυτή την κρίση», αναφέροντας, μεταξύ άλλων, το τεράστιο πακέτο βοήθειας ύψους 200 δισ. ευρώ που δρομολόγησε η κυβέρνησή του για να προστατεύσει επιχειρήσεις και οικογένειες από την αύξηση του κόστους ζωής. Το ενεργειακό πακέτο αναστάτωσε τους «συμμάχους» στην Ε.Ε., που επέκριναν το Βερολίνο για μονομέρεια και τον Σολτς ότι έδωσε στις γερμανικές επιχειρήσεις πλεονέκτημα σε σχέση με τους «26».

Επί των ημερών του κλυδωνίστηκε επίσης η ιστορική σχέση Βερολίνου-Παρισιού για ζητήματα που κυμαίνονται από το ενεργειακό ταμείο έως τα γερμανικά σχέδια για αμυντικές προμήθειες. Παρά τις προσπάθειες στο εσωτερικό, ο Σολτς δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να βρει τη θέση του στη διεθνή σκηνή. «Παλεύει να αφήσει το στίγμα του σε ευρωπαϊκό επίπεδο. …Ακόμη προσπαθεί να βρει τον προσανατολισμό του, δεν έχει την εμπειρία της Μέρκελ» λένε οι επικριτές του.



Η άποψη ότι ενεργεί μόνος και προτάσσει τη γερμανική ατζέντα ενισχύθηκε πρόσφατα, όταν πραγματοποίησε την πρώτη επίσκεψη ηγέτη της G7 στην Κίνα από την έναρξη της πανδημίας, συνοδευόμενος από αντιπροσωπεία επιχειρηματιών. Τον επέκριναν ότι ακολούθησε την ίδια μερκαντιλιστική, εστιασμένη στο εμπόριο εξωτερική πολιτική των προηγούμενων γερμανικών κυβερνήσεων, που οδήγησε στην άνθηση των οικονομικών δεσμών με την αυταρχική Ρωσία και τελικά άφησε το Βερολίνο ευάλωτο.

Καθώς ο Σολτς μπαίνει στο δεύτερο έτος της θητείας του, πολλές από τις προκλήσεις θα συνεχιστούν. Οι υψηλές τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν σημαντικό πρόβλημα, ιδιαίτερα για τους διψασμένους για ηλεκτρική ενέργεια Γερμανούς κατασκευαστές. Η διασφάλιση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας εν μέσω της αύξησης του ενεργειακού κόστους θα παραμείνει ένας από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους του.