Η πανδημία του κοροναϊού έχει προκαλέσει σοκ σε όλο τον κόσμο τα τελευταία 2 χρόνια, με την Ελλάδα να μετράει 2.140,35 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο μέσος όρος των θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού είναι 2.088,39.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Υγείας, την τελευταία εβδομάδα οι θάνατοι αυξήθηκαν αυξήθηκαν οριακά γύρω στο 2%, στην Ελλάδα η επιδείνωση ήταν της τάξης του 24%. Μια νέα έρευνα προστίθεται, σύμφωνα με το KReport για να δώσει την απάντηση στην αύξηση των θανάτων: Η κατάχρηση των αντιβιοτικών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ECDC, τα τελευταία οχτώ χρόνια η Ελλάδα κατέχει δύο θλιβερά πρωτεία: Την υψηλότερη κατανάλωση αντιβιοτικών και την υψηλότερη αντοχή των μικροβίων. Αποτέλεσμα της κατάχρησης αυτών είναι η δημιουργία ανθεκτικών μικροβίων με μεγάλη αντοχή στις λοιμώξεις. Αυτό το συναντούν οι γιατροί στις εντατικές, ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημίας. Είναι χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις νοσοκομειακών γιατρών. «Χάνουμε πολύτιμο χρόνο αναζητώντας, δοκιμάζοντας αντιβιοτικά, που "πιάνουν" τους ασθενείς στις ΜΕΘ, για να αντιμετωπιστεί η λοίμωξη, κυρίως στο χαμηλό αναπνευστικό σύστημα. Όταν βρεθεί το κατάλληλο φαρμακευτικό σχήμα -αν βρεθεί- έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, και πολλές φορές έχουν χαθεί και ανθρώπινες ζωές» επισημαίνουν.

Αυτό το στοιχείο αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που μεγαλώνει δυσανάλογα τη λίστα των νεκρών στη χώρα, καθώς η νοσηρότητα του ιού μπορεί να προϊδεάζει για μελλοντική νόσηση, όμως δυστυχώς η Ελλάδα επιβαρύνεται και με το χαμηλό ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης (κάτω από τον μέσο όρο της Ευρώπης).

Τα επίσημα στοιχεία

Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2020, καταναλώσαμε εξίμιση φορές περισσότερα αντιβιοτικά από την Αυστρία. Την ίδια χρονιά, όπως κατέγραψε έρευνα της Kappa Research, το 75% των Ελλήνων πήρε αντιβίωση για πονόλαιμο, λαιμό, βήχα και συνάχι, ενώ από το 2015, αυξήθηκε η κατανάλωση των αντιβιοτικών κατά 50%.

Η προειδοποίηση του ECDC είναι σαφής: Καταναλώνουμε περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα αντιβιοτικά ευρέος φάσματος, ωθώντας την εξέλιξη της μικροβιακής αντοχής τόσο στο νοσοκομειακό όσο και στο εξωνοσοκομειακό περιβάλλον σε υψηλά επίπεδα.