Τον Μάρτιο του 1933, πριν από ακριβώς 88 χρόνια, ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ υποσχόταν στον αµερικανικό λαό «µια Νέα Συµφωνία», το περίφηµο «New Deal», µε στόχο να ανακουφιστούν τα φτωχότερα στρώµατα της κοινωνίας και να ορθοποδήσει ξανά η οικονοµία µετά το Κραχ τ ου 1929 και τη Μεγάλη Οκονοµική Υφεση που ακολούθησε. Ο 32ος Αµερικανός πρόεδρος υποσχέθηκε να δράσει άµεσα και τις πρώτες 100 ηµέρες της θητείας του «πληµµύρισε» το Κογκρέσο µε επείγοντα νοµοθετικά µέτρα. Σε µια χώρα ρηµαγµένη, ο Ρούζβελτ µίλησε για τις «100 ηµέρες που αφιερώθηκαν στην εκκίνηση των τροχών του New Deal», δήλωση που έγινε πρωτοσέλιδο στις αµερικανικές εφηµερίδες της εποχής. Και κάπως έτσι γεννήθηκε ο «µύθος των 100 ηµερών», που έκτοτε θέλει κάθε Αµερικανό πρόεδρο να εξηγεί, στις απαρχές της θητείας του, πώς θα τα αλλάξει όλα µέσα σε «100 ηµέρες».

Από την εποχή εκείνη, το διάστηµα αυτό -οι τρεις µήνες και κάτι δηλαδή- θεωρείται χαρακτηριστικό δείγµα γραφής ενός προέδρου. Χρησιµοποιείται σαν «µονάδα µέτρησης» για τις επιτυχίες και τις παραλείψεις του σε µια περίοδο κατά την οποία η δύναµη, η επιρροή και η δηµοτικότητά του βρίσκονται, θεωρητικά, στο υψηλότερο επίπεδο της θητείας του. Το ορόσηµο των 100 ηµερών εξακολουθεί να γοητεύει τον αµερικανικό Τύπο.

Από τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ και το «New Deal», για να ορθοποδήσουν οικονομία - φτωχά στρώματα, στην αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας
Στο τέλος της επόµενης εβδοµάδας, ο Τζο Μπάιντεν έχει το δικό του ραντεβού µε την Ιστορία, συµπληρώνοντας 100 ηµέρες στον Λευκό Οίκο. Εννέα δεκαετίες µετά τον Ρούζβελτ, ένας άλλος ∆ηµοκρατικός πρόεδρος ανέλαβε τα ηνία της χώρας σε µια περίοδο µεγάλης κρίσης, γράφει το περιοδικό «Time». Μια πρωτοφανής πανδηµία έχει προκαλέσει τον θάνατο µισού και πλέον εκατοµµυρίου Αµερικανών, εκτοξεύοντας τα ποσοστά της ανεργίας, την ώρα που η µεγαλύτερη οικονοµία του κόσµου καταγράφει τις χειρότερες επιδόσεις µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Ο νέος πρόεδρος καλείται να αντιµετωπίσει επίσης την κλιµατική αλλαγή, τις φυλετικές ανισότητες και ένα βαθιά διχασµένο εκλογικό σώµα.

«∆ύσκολα θα βρούµε άλλον πρόεδρο από την εποχή του Ρούζβελτ που κλήθηκε να διαχειριστεί πιο… κρίσιµο διάστηµα», λέει η Σίντνεϊ Μίλκις, ιστορικός στο Πανεπιστήµιο της Βιρτζίνια. Και αυτό γιατί ο Μπάιντεν ανέλαβε ένα έθνος «πιο διχασµένο πολιτιστικά, περιφερειακά και σε θέµατα αµερικανικής ταυτότητας από ό,τι ήταν την εποχή του Λίνκολν και του εµφύλιου πολέµου», εξηγεί. Κατά κάποιον τρόπο, προσθέτει, ο Μπάιντεν αντιµετωπίζει µια κατάσταση πιο δύσκολη από ό,τι ο Ρούζβελτ: «∆εν υπήρξε εξέγερση στο Καπιτώλιο κατά τη διάρκεια της θητείας του Ρούζβελτ, ενώ λίγοι αµφισβητούσαν αν ήταν ο νόµιµος πρόεδρος». Το πιο σηµαντικό έργο του Μπάιντεν µέχρι στιγµής είναι αναµφίβολα το γιγαντιαίο σχέδιο οικονοµικής ανάκαµψης, ύψους 1,9 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων, για την αντιµετώπιση των συνεπειών της πανδηµίας. Το προώθησε άµεσα και συνέχισε µε ένα δεύτερο πακέτο επενδύσεων ύψους 2,3 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων για έργα υποδοµής στην ενέργεια, στην ψηφιοποίηση και την κλιµατική αλλαγή. Επόµενοι στόχοι η Εκπαίδευση, η Υγεία και η Πρόνοια και, φυσικά, το όραµά του για τον νέο ρόλο των ΗΠΑ στον κόσµο και την αποκατάσταση του γοήτρου της χώρας.

Δημοτικότητα


Παραµονές των 100 πρώτων ηµερών του στον Λευκό Οίκο, η δηµοτικότητα του Τζο Μπάιντεν αγγίζει το 59%. Το ποσοστό του Ντόναλντ Τραµπ στο αντίστοιχο διάστηµα της προεδρίας του ήταν µόλις 39%, του Μπαράκ Οµπάµα 61% και του Τζορτζ Μπους του νεότερου 55%. Η µεγάλη επιτυχία του εµβολιαστικού προγράµµατος από την ηµέρα που ανέλαβε πρόεδρος ο Μπάιντεν και το πακέτο ανακούφισης από την πανδηµία ενίσχυσαν τη δηµοφιλία του. Σύµφωνα µε τη δηµοσκόπηση του ερευνητικού κέντρου Pew, το 72% των ερωτηθέντων θεωρεί πολύ καλή ή εξαιρετική τη διαχείριση των εµβολιασµών και το 67% εγκρίνει το πακέτο ανακούφισης, ανάµεσά τους και η πλειοψηφία των Ρεπουµπλικανών. Το 44% βλέπει θετικά τη γενικότερη συµπεριφορά του Αµερικανού προέδρου και το 27% αρνητικά, ενώ το 46% χαίρεται που ο Μπάιντεν άλλαξε τον τόνο της πολιτικής αντιπαράθεσης σε σχέση µε τον προκάτοχό του, Ντόναλντ Τραµπ.

Σχεδιο_χωρις_τιτλο_73_

Τα πρώτα δείγµατα γραφής είναι θετικά, οι µεγάλες γκάφες αποφεύχθηκαν, το πρόγραµµα ανοσοποίησης προχωράει παρά τα εµπόδια, οι προκλήσεις ωστόσο που αντιµετωπίζει από εδώ και πέρα ο Τζο Μπάιντεν είναι µεγάλες.

Το Μεταναστευτικό και η κρίση στα σύνορα µε το Μεξικό είναι ένα από τα µεγάλα προβλήµατα που καλείται να αντιµετωπίσει. Πολλοί είναι εκείνοι πλέον που τον κατηγορούν ανοιχτά ότι δηµιούργησε τις ροές µεταναστών στα σύνορα µε το Μεξικό και «προκάλεσε» τη µεγαλύτερη µεταναστευτική κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Οταν ανέλαβε καθήκοντα, δεσµεύτηκε να εξαλείψει το «εθνικό όνειδος» που κληρονόµησε από τον προκάτοχό του: τον διαχωρισµό των οικογενειών µεταναστών από τα παιδιά τους. Οι υποσχέσεις του ωστόσο δηµιούργησαν τις µεγαλύτερες µεταναστευτικές ροές της τελευταίας εικοσαετίας στα σύνορα µε το Μεξικό. Χιλιάδες ασυνόδευτα παιδιά παραµένουν «εγκλωβισµένα» σε προσωρινές δοµές. Πολλά είναι τα ανοιχτά µέτωπα και στην εξωτερική πολιτική. Οι σχέσεις µε τη Ρωσία και την Κίνα δοκιµάζονται, ο κίνδυνος ανάφλεξης στην Ουκρανία είναι ορατός, ενώ στοίχηµα αποτελεί και η επικείµενη απόσυρση των αµερικανικών στρατευµάτων από το Αφγανιστάν, την οποία ο Μπάιντεν υποσχέθηκε πρόσφατα.


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 24 Απριλίου