Προκλητικός με την Κύπρο, τακτικιστής στη Συρία, παρεμβατικός με θράσος στη Λιβύη, φιλικός προς τις ΗΠΑ, επιθετικός απέναντι στην Ελλάδα, αυταρχικός στο εσωτερικό της Τουρκίας.

Ποιος είναι πραγματικά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; Στρατιωτικοί αναλυτές επιχειρούν εδώ και καιρό να κάνουν το ψυχογράφημα του ηγέτη της γείτονος χώρας, παρακολουθώντας προσεκτικά τις κινήσεις του 66χρονου προέδρου της Τουρκίας. «Η πραγματική εικόνα», όπως εκτιμούν και όπως προκύπτει και από τη γλώσσα του σώματος, «δείχνει έναν άνθρωπο κουρασμένο και ταυτόχρονα ανήσυχο, που έχει δημιουργήσει πολλούς εχθρούς. Κυρίως, όμως, έναν πολιτικό που κάνει λάθη, που λόγω της αλαζονείας του γίνεται διεθνώς ενοχλητικός και δυσάρεστος, που αποτυγχάνει να υλοποιήσει τα σχέδιά του».

Ποια σχέδια είναι αυτά; Για παράδειγμα, η απόπειρα να εργαλειοποιήσει το Μεταναστευτικό για να εκβιάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξαπολύοντας μια άνευ προηγουμένου αιφνιδιαστική υβριδική επίθεση εναντίον των ελληνικών και, κατ’ επέκταση, των ευρωπαϊκών συνόρων τον περασμένο Μάρτιο. Τα σχέδιά του δεν πραγματοποιήθηκαν, καθώς οι δυνάμεις του Στρατού και της Αστυνομίας αντιμετώπισαν αποτελεσματικά τη δύσκολη αυτή κατάσταση.

Άλλο ένα μέτωπο του Τούρκου προέδρου με εμφανή σημάδια κατάρρευσης είναι αυτό της οικονομίας. Η τουρκική οικονομία παρουσίαζε ανησυχητικά σημάδια ήδη από το 2019, με ανάπτυξη μόλις 0,9%, ανεργία που έφτανε το 13,6% και διψήφιο πληθωρισμό, και φέτος προβλέπεται να κινηθεί σε αρνητικούς δείκτες, μια κατάσταση που, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Reuters δεν αναμένεται να αλλάξει μέχρι το 2021. Η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζεται στην τουρκική λίρα, η οποία την τελευταία τριετία έχει χάσει περίπου το 90% της αξίας της έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Ο Ερντογάν απέτυχε, άλλωστε, τονίζουν οι ίδιες πηγές, και στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης του κοροναϊού. Οι δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων ήταν αντιφατικές, ενώ οι αριθμοί κρουσμάτων και νεκρών αμφισβητήθηκαν έντονα από τη διεθνή κοινότητα, η οποία στάθηκε επιφυλακτική απέναντι στην εικόνα που παρουσιάστηκε επισήμως, όπως τονίζουν αναλυτές.

Στην πραγματικότητα, λόγω των απανωτών λαθών και της μη έγκαιρης λήψης μέτρων, ο ιός εξαπλώθηκε ραγδαία. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπως εκτιμούν οι ίδιες στρατιωτικές πηγές, η πολιτική ισχύς του Ερντογάν έχει μειωθεί, δεδομένου ότι δεν διαθέτει αυτοδυναμία, αφού έχει ανάγκη τη συμμαχία των ακροδεξιών του Μπαχτσελί, του επικεφαλής των ακραίων Γκρίζων Λύκων, τους οποίους αναγκάζεται να ικανοποιεί ενίοτε με εθνικιστικές κορόνες και υπερπατριωτικά παραληρήματα. Η δε επιμονή του να απαξιώσει τον δημοκρατικά εκλεγμένο δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης, Ε. Ιμάμογλου, σε βάρος του εκλεκτού του, Μπ. Γιλντιρίμ, προκαλώντας επανάληψη της ψηφοφορίας, αποτέλεσε στρατηγικό σφάλμα, αφού τη δεύτερη φορά όχι απλώς δεν έχασε, αλλά και διευρύνθηκε σημαντικά η νίκη του Ιμάμογλου.

Η ντροπιαστική αυτή ήττα στον μεγαλύτερο δήμο της Τουρκίας, από τον οποίο ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τα κοινά, αλλά και η πρόσφατη ρήξη στο εσωτερικό του κόμματός του, με την αποχώρηση του Νταβούτογλου και του Μπαμπατζάν, αποτελούν σημάδια πολιτικής φθοράς του Ερντογάν. Το πλέον μεγάλο λάθος, όμως, του Ερντογάν θα ήταν η υποτίμηση της ισχύος της Ελλάδας. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Κ. Φλώρος, δεν σταματά να το δηλώνει: «Οποιαδήποτε κίνηση αγγίξει την πατρίδα μας θα έχει βαρύτατο κόστος για τους εμπνευστές της».